...my ass.
Μαλακίες μας είπες, φίλε Καρτέσιε. Όσο σκέφτεσαι, τόσο δεν πράττεις. Κι όσο δεν πράττεις, τόσο δε ζεις. Τόσο δεν υπάρχεις.
Δια της παρούσης διαλύεται η οποιαδήποτε σκέψη και ως εκ τούτου η οποιαδήποτε καταγραφή της.
Πράττω, άρα υπάρχω.
Εσωστρέφειά μου...
Άντε γεια!
Thursday, September 10, 2009
Thursday, September 3, 2009
Δικαίωμα...
...Και δικαίωμα
δεν έχω πια
να σ' αγαπώ...
Το στερέωμα
της μοναξιάς μου
θα 'ν' αυτό...
Να σ' αγκαλιάζω μια φορά
ούτε με φτάνει κι ούτε μ' αφορά
κάποτε θέλαμε κι οι δυο
μα τώρα πια...
Σε θέλω για τον εαυτό μου...
Και δικαίωμα
δεν έχεις πια
να με κρατάς...
Στο μεσαίωνα
της λογικής σου
να με πας...
Να σ' αγκαλιάζω μια φορά
ούτε με φτάνει κι ούτε μ' αφορά
κάποτε θέλαμε κι οι δυο
μα τώρα πια...
Σε θέλω για τον εαυτό μου...
δεν έχω πια
να σ' αγαπώ...
Το στερέωμα
της μοναξιάς μου
θα 'ν' αυτό...
Να σ' αγκαλιάζω μια φορά
ούτε με φτάνει κι ούτε μ' αφορά
κάποτε θέλαμε κι οι δυο
μα τώρα πια...
Σε θέλω για τον εαυτό μου...
Και δικαίωμα
δεν έχεις πια
να με κρατάς...
Στο μεσαίωνα
της λογικής σου
να με πας...
Να σ' αγκαλιάζω μια φορά
ούτε με φτάνει κι ούτε μ' αφορά
κάποτε θέλαμε κι οι δυο
μα τώρα πια...
Σε θέλω για τον εαυτό μου...
Wednesday, July 29, 2009
Τρέξε Λόλα, τρέξε...
Μην περιμένεις τον καιρό
μικρή μου να περάσει
άσκημη καταστένεται
η αγάπη όταν γεράσει...
μικρή μου να περάσει
άσκημη καταστένεται
η αγάπη όταν γεράσει...
Wednesday, July 22, 2009
Introversion
Μαύρο φόντο, λευκά γράμματα.
"Θα μιλήσουμε για γίγαντες, τέρατα, στρατούς αναρίθμητους, μάχες, μα κυρίως για τη Δουλτσινέα μας από το Τοβόσο. Από που ξεκινάει η ιστορία μας;" Η ιστορία μας ξεκινά από τη ματαιοδοξία μου να αποκτήσω αναγνώστες. Που να δεις πως θα εξελιχτεί...
"Ζω τη δική μου εικονική πραγματικότητα.
Τι δυστυχία…" Νεανικές τραγωδίες.
"Πότε θα καταλάβουμε ότι δεν είναι ζωή αυτή που ζούμε; Ή μήπως είναι;
Εδώ ο Παράδεισος, εδώ και η Κόλαση." Κάπου εδώ πρέπει να μου προέκυψε ο Νίτσε.
"Το σχήμα έχει αρχίσει ήδη να παίρνει μορφή χάους. Έχω την εντύπωση ότι αυτή η ευθεία είναι η μοναδική που μπορεί να είναι ανηφόρα.
Κι εγώ έχω πάρει τον κατήφορο." Μετά από ένα εντελώς καμμένο κείμενο περί ευτυχίας...
"Τι μου αρέσει τελικά;
Θα το ανακαλύψω στην επόμενη.
Άσε με." Τα μπρος...
"Κομμένη.
Καληνύχτα, και καλή τύχη." ...πίσω
"Στις απεριόριστες δυνατότητες και πιθανότητες που εκτείνονται παντού γύρω μας, μα κυρίως μέσα μας.
Χρόνια πολλά." ...και μια νότα αισιοδοξίας.
"Φεύγω. Πάω μια βόλτα με το αμάξι μου.
Αυτό είναι γρήγορο, δεν αμφισβητήθηκε χθες βράδυ." Άλλη μια καλή φίλη η κυρία...
"Ο ζωτικός μου χώρος είναι δικός μου. Θες να μπεις; Θες να συμμετέχεις; Αξίζεις; Θα μπεις. Δεν αξίζεις; Έξω.
Η ζωή μου.
Από τώρα." ...κι άντε πάλι πίσω...
"Σ' άφησα. Επιτέλους.
Μα δε σ' άφησα μόνη. Σ' αφήνω με τις σκέψεις της επόμενης μέρας. Τις δεύτερες σκέψεις. Τι δεύτερες σκέψεις!" ...άντε πάλι μπρος...
"Έζησα χρόνια ανάμεσά σας. Εξακολουθώ να ζω. Αναπνέω, όμως, άλλο αέρα. Τον αέρα εκείνο που αναπνέει κι ο Ζαρατούστρα. Κι ελπίζω να του μοιάσω." Α πα πα πα μεγαλοστομίες... Εγώ τα έχω γράψει αυτά;
"Hold on tightly, let go lightly." Κλεμμένη. Αλλά σωστή. Τι μπορεί να μάθει κανείς από ένα χαρτόμουτρο...
"Ζητείται νέα, όμορφη, έξυπνη, με μακριά δάχτυλα και περιποιημένα νύχια..." Το έλεγα από καιρό...
"Μάλλον ορισμένοι άνθρωποι ζουν με τις αναμνήσεις τους ζωντανές. Εγώ έχω καταφέρει και τις σκοτώνω όλες. Εκτός από τις άσχημες.
Αυτές τις κουβαλάω μαζί μου με έναν άγριο πόνο, μια ηδονή όταν τις φέρνω στο μυαλό μου.
Πως είπαμε πως σε λένε;" Είχαμε τις στιγμές μας, εσωστρέφειά μου, πάντως...
"Πλέον, τα πρόσωπα των ανθρώπων που βγαίνουν τα βράδυα, φωτίζονται μόνο από τις οθόνες των κινητών τους." Τι τις ήθελες τις αμπελοφιλοσοφίες; Δε ζητούσα ένα κασόνι λίρες καλύτερα;
"Μια ανάσα ρε παιδιά..." Έχω και ποδήλατο, πάμε μια βόλτα;
"Εβίβα φίλε Ιορδάνη, η "παρουσία" σου ήταν καταλύτης απόψε. Καταλύτης κι η ρακή, το ποτήρι σου στέκει στο τραπέζι, το ξανοίγω, το ξανοίγω, θαρρώ πως θα το πιω κι αυτό. Εβίβα και του Ξυλοκόπου, που μ' έβαλε στο σβούρο να πιω 'σαμε να γίνω κωλοτρυπίδι." Να το επαναλάβω... μόλις χειμωνιάσει, βέβαια, γιατί τώρα δεν πίνεται.
"Όλα καλά πάνε, την υγεία μας την έχουμε, την ασήμαντη ζωή μας την κάνουμε ή ίσως να κάνουμε τη ζωή μας ασήμαντη, δεν έχει σημασία." Αμπελοφιλοσοφίας συνέχεια...
"Περπάτησα φέτος στην πορεία του Πολυτεχνείου." Και τι θέλω, στεφάνι; Παραπέμπει αλλού.
"We need to find the courages, overcome
Inaction is a weapon of mass destruction" Κλεμμένο, αλλά σωστό.
"Καλά να ξεχωρίσουμε την ιστορική στιγμή που ζούμε και να τοποθετήσουμε συνειδητά, σε ορισμένο στρατόπεδο, τη μικρή μας ενέργεια." Νίκος
" Όμως, εγώ, άρχισα και τα ‘βλεπα όλα λέγοντας τ ο ί δ ι ο μ ο υ κ ά ν ε ι και τα προβλήματα χάθηκαν όλα τους από μπροστά μου." Φιοντόρ
"Αυτά με τα απλά μαθηματικά. Είναι Παρασκευή βράδυ, ξημερώματα Σαββάτου, κι όπως πολύ εύστοχα και φιλοσοφημένα είπε κι ένας κος Μπάλαντά'νς στο τηλέφωνο σ' ένα φίλο...
"Κωστάκη, φιλοσοφεί... όποιος δε γαμεί." Μπάλαντά'νς
"Γέμισε η ζωή μου τις τελευταίες μέρες φίλους παλιούς. Χάρηκα που σας άκουσα και σας διάβασα, που σας ένιωσα και που με κάνατε να νιώσω ξανά.
Ώρα καλή!" Βρε φαντάσματα η ζωή μου γεμάτη!
Χμ...
Μετά από δυόμισι χρόνια συμβίωση, εσωστρέφειά μου, μπορώ να σου πω ότι έχουμε κάνει δουλειά. Μετά από ασυναρτησίες, πάθη, βάσανα, μεγαλοστομίες, φαγούρα τύπου κάβουρα και πολλά μπρος-πισωγυρίσματα, για να δανειστώ τη ρήση ενός φίλου, νομίζω ότι είμαστε σε καλό δρόμο. Έχει υπάρξει πρόοδος.
Από την εξωστρέφεια της αρχής, στην οποία είχα περιπέσει απευθυνόμενος αλλού κι όχι σε σένα, σιγά σιγά μαζεύτηκα. Κοιτάζω μέσα μου και δε φρίττω, μιλάμε σε τόνο φιλικό. Παλιοί γνωστοί, άλλωστε. Μα είχαμε καιρό να συναντηθούμε και τρόμαξα να με γνωρίσω. Εγώ είμαι πάντως.
Και που ξέρεις; Μπορεί κάποια στιγμή να μη χρειάζομαι πια ούτε κι εσένα. Να μη χρειάζεται να γράφω ποιος είμαι, απλά να είμαι. Μέχρι όμως να γίνω άνθρωπος, εσύ εδώ, από κοντά, να μου θυμίζεις από που ξεκίνησα και για που πάω. Σου έχω δώσει ακλόνητη μνήμη, όπως σου τα λέω μου τα επιστρέφεις, όμως το κάνεις με ειλικρίνεια και το εκτιμώ.
Δικαίωμά μου ν' αγαπώ
όπου μ' αρέσει εμένα
και συμβουλές και αρμηνειές
δε θέλω από κανένα.-
"Θα μιλήσουμε για γίγαντες, τέρατα, στρατούς αναρίθμητους, μάχες, μα κυρίως για τη Δουλτσινέα μας από το Τοβόσο. Από που ξεκινάει η ιστορία μας;" Η ιστορία μας ξεκινά από τη ματαιοδοξία μου να αποκτήσω αναγνώστες. Που να δεις πως θα εξελιχτεί...
"Ζω τη δική μου εικονική πραγματικότητα.
Τι δυστυχία…" Νεανικές τραγωδίες.
"Πότε θα καταλάβουμε ότι δεν είναι ζωή αυτή που ζούμε; Ή μήπως είναι;
Εδώ ο Παράδεισος, εδώ και η Κόλαση." Κάπου εδώ πρέπει να μου προέκυψε ο Νίτσε.
"Το σχήμα έχει αρχίσει ήδη να παίρνει μορφή χάους. Έχω την εντύπωση ότι αυτή η ευθεία είναι η μοναδική που μπορεί να είναι ανηφόρα.
Κι εγώ έχω πάρει τον κατήφορο." Μετά από ένα εντελώς καμμένο κείμενο περί ευτυχίας...
"Τι μου αρέσει τελικά;
Θα το ανακαλύψω στην επόμενη.
Άσε με." Τα μπρος...
"Κομμένη.
Καληνύχτα, και καλή τύχη." ...πίσω
"Στις απεριόριστες δυνατότητες και πιθανότητες που εκτείνονται παντού γύρω μας, μα κυρίως μέσα μας.
Χρόνια πολλά." ...και μια νότα αισιοδοξίας.
"Φεύγω. Πάω μια βόλτα με το αμάξι μου.
Αυτό είναι γρήγορο, δεν αμφισβητήθηκε χθες βράδυ." Άλλη μια καλή φίλη η κυρία...
"Ο ζωτικός μου χώρος είναι δικός μου. Θες να μπεις; Θες να συμμετέχεις; Αξίζεις; Θα μπεις. Δεν αξίζεις; Έξω.
Η ζωή μου.
Από τώρα." ...κι άντε πάλι πίσω...
"Σ' άφησα. Επιτέλους.
Μα δε σ' άφησα μόνη. Σ' αφήνω με τις σκέψεις της επόμενης μέρας. Τις δεύτερες σκέψεις. Τι δεύτερες σκέψεις!" ...άντε πάλι μπρος...
"Έζησα χρόνια ανάμεσά σας. Εξακολουθώ να ζω. Αναπνέω, όμως, άλλο αέρα. Τον αέρα εκείνο που αναπνέει κι ο Ζαρατούστρα. Κι ελπίζω να του μοιάσω." Α πα πα πα μεγαλοστομίες... Εγώ τα έχω γράψει αυτά;
"Hold on tightly, let go lightly." Κλεμμένη. Αλλά σωστή. Τι μπορεί να μάθει κανείς από ένα χαρτόμουτρο...
"Ζητείται νέα, όμορφη, έξυπνη, με μακριά δάχτυλα και περιποιημένα νύχια..." Το έλεγα από καιρό...
"Μάλλον ορισμένοι άνθρωποι ζουν με τις αναμνήσεις τους ζωντανές. Εγώ έχω καταφέρει και τις σκοτώνω όλες. Εκτός από τις άσχημες.
Αυτές τις κουβαλάω μαζί μου με έναν άγριο πόνο, μια ηδονή όταν τις φέρνω στο μυαλό μου.
Πως είπαμε πως σε λένε;" Είχαμε τις στιγμές μας, εσωστρέφειά μου, πάντως...
"Πλέον, τα πρόσωπα των ανθρώπων που βγαίνουν τα βράδυα, φωτίζονται μόνο από τις οθόνες των κινητών τους." Τι τις ήθελες τις αμπελοφιλοσοφίες; Δε ζητούσα ένα κασόνι λίρες καλύτερα;
"Μια ανάσα ρε παιδιά..." Έχω και ποδήλατο, πάμε μια βόλτα;
"Εβίβα φίλε Ιορδάνη, η "παρουσία" σου ήταν καταλύτης απόψε. Καταλύτης κι η ρακή, το ποτήρι σου στέκει στο τραπέζι, το ξανοίγω, το ξανοίγω, θαρρώ πως θα το πιω κι αυτό. Εβίβα και του Ξυλοκόπου, που μ' έβαλε στο σβούρο να πιω 'σαμε να γίνω κωλοτρυπίδι." Να το επαναλάβω... μόλις χειμωνιάσει, βέβαια, γιατί τώρα δεν πίνεται.
"Όλα καλά πάνε, την υγεία μας την έχουμε, την ασήμαντη ζωή μας την κάνουμε ή ίσως να κάνουμε τη ζωή μας ασήμαντη, δεν έχει σημασία." Αμπελοφιλοσοφίας συνέχεια...
"Περπάτησα φέτος στην πορεία του Πολυτεχνείου." Και τι θέλω, στεφάνι; Παραπέμπει αλλού.
"We need to find the courages, overcome
Inaction is a weapon of mass destruction" Κλεμμένο, αλλά σωστό.
"Καλά να ξεχωρίσουμε την ιστορική στιγμή που ζούμε και να τοποθετήσουμε συνειδητά, σε ορισμένο στρατόπεδο, τη μικρή μας ενέργεια." Νίκος
" Όμως, εγώ, άρχισα και τα ‘βλεπα όλα λέγοντας τ ο ί δ ι ο μ ο υ κ ά ν ε ι και τα προβλήματα χάθηκαν όλα τους από μπροστά μου." Φιοντόρ
"Αυτά με τα απλά μαθηματικά. Είναι Παρασκευή βράδυ, ξημερώματα Σαββάτου, κι όπως πολύ εύστοχα και φιλοσοφημένα είπε κι ένας κος Μπάλαντά'νς στο τηλέφωνο σ' ένα φίλο...
"Κωστάκη, φιλοσοφεί... όποιος δε γαμεί." Μπάλαντά'νς
"Γέμισε η ζωή μου τις τελευταίες μέρες φίλους παλιούς. Χάρηκα που σας άκουσα και σας διάβασα, που σας ένιωσα και που με κάνατε να νιώσω ξανά.
Ώρα καλή!" Βρε φαντάσματα η ζωή μου γεμάτη!
Χμ...
Μετά από δυόμισι χρόνια συμβίωση, εσωστρέφειά μου, μπορώ να σου πω ότι έχουμε κάνει δουλειά. Μετά από ασυναρτησίες, πάθη, βάσανα, μεγαλοστομίες, φαγούρα τύπου κάβουρα και πολλά μπρος-πισωγυρίσματα, για να δανειστώ τη ρήση ενός φίλου, νομίζω ότι είμαστε σε καλό δρόμο. Έχει υπάρξει πρόοδος.
Από την εξωστρέφεια της αρχής, στην οποία είχα περιπέσει απευθυνόμενος αλλού κι όχι σε σένα, σιγά σιγά μαζεύτηκα. Κοιτάζω μέσα μου και δε φρίττω, μιλάμε σε τόνο φιλικό. Παλιοί γνωστοί, άλλωστε. Μα είχαμε καιρό να συναντηθούμε και τρόμαξα να με γνωρίσω. Εγώ είμαι πάντως.
Και που ξέρεις; Μπορεί κάποια στιγμή να μη χρειάζομαι πια ούτε κι εσένα. Να μη χρειάζεται να γράφω ποιος είμαι, απλά να είμαι. Μέχρι όμως να γίνω άνθρωπος, εσύ εδώ, από κοντά, να μου θυμίζεις από που ξεκίνησα και για που πάω. Σου έχω δώσει ακλόνητη μνήμη, όπως σου τα λέω μου τα επιστρέφεις, όμως το κάνεις με ειλικρίνεια και το εκτιμώ.
Δικαίωμά μου ν' αγαπώ
όπου μ' αρέσει εμένα
και συμβουλές και αρμηνειές
δε θέλω από κανένα.-
Thursday, July 9, 2009
Χαθήκατε...
Επέστρεψα!
Έφυγε το κορίτσι, ξανακλείσαν οι πόρτες, μείναμε εγώ κι εσύ, εσωστρέφειά μου και μια βδομάδα τώρα πέρασε σαν αιώνας. Εγώ και συ, εσύ κι εγώ, μόνοι πάνω στη γη...
Εσύ 'σαι η αληθινή
η κόλαση που λένε
κι όσοι κι αν σου σιμώσουνε
θένε δε θένε κλαίνε...
Ένα βήμα πιο κοντά στην αυτογνωσία, πιο κοντά σε σένα. Βουτάω στα βάθη της ψυχής μου κι η ανάσα μου τελειώνει, πνίγομαι, μα έρχομαι σε σένα, τώρα δεν υπάρχει επιστροφή, το ξέρω πως θα πνιγώ μα χαίρομαι, γιατί μαζί μου θέλω να πνίξω κι όλα αυτά που κουβαλάω μαζί μου. Πάμε από την αρχή;
"Έπεσα κι εγώ με τα μούτρα.
Μπήκε καθαρός αέρας μέσα μου, σκορπίσανε τα φαντάσματα του παρελθόντος, ανάσανα!"
Ανάσανα; Δεν κράτησε και πάρα πολύ, τι λες; Τόσο λίγη ήταν η χαρά μου; Έλεγα πως θέλω να ζήσω έντονα συναισθήματα. Που είναι η χαρά μου τώρα; Γιατί έφυγε και μ' άφησε κι αυτή μαζί με το κορίτσι; Σκορπίσανε τα φαντάσματα του παρελθόντος και τώρα τι; Θα προσθέσω άλλο ένα; Χμ...
"Δεν ελπίζω τίποτα
Δε φοβούμαι τίποτα
Είμαι λέφτερος
Μαζί της"
Κι αν αυτά που σου έλεγα τότε ίσχυαν, γιατί πνίγομαι; Γιατί έλπιζα, γιατί έκανα όνειρα, γιατί έπλαθα με τη φαντασία μου σενάρια και σχέδια για το μέλλον, γιατί δε ζούσα την πραγματικότητα στην πραγματικότητα. Γιατί δε φοβήθηκα να κρεμάσω τη ζωή μου πάνω σε κάποιον άλλο, αλλά το να μη φοβάσαι δεν είναι δείγμα σοφίας από μόνο του. Δε σε ελευθερώνει, αντίθετα σε υποτάσσει στην ελπίδα πως δε θα γίνει τίποτα απ' όσα φοβάσαι, γιατί στην πραγματικότητα φοβάσαι πως δε θα γίνουν αυτά που ελπίζεις. Φαυλότητα.
"Εγώ θα σε θέλω.
Εσύ;"
Τι όμορφα που ήταν τα πρώτα μου συναισθήματα! Κι επειδή οι δεύτερες σκέψεις από τη φύση τους είναι δεύτερες, αρνούμαι. Ο έρωτας ήρθε πρώτος. Μετά την απώλειά της βγήκαν μίσος, απογοήτευση, οργή, ζήλια, κτητικότητα... Ποια απώλεια; Ήταν στην κατοχή μου; Πως μπορώ να κατέχω έναν άλλο άνθρωπο, μια ζωή διαφορετική από τη δική μου; Ακόμη κι αυτές τις στιγμές, που έχω βουτήξει τόσο βαθιά σε σένα, εσωστρέφειά μου, βρίσκονται γύρω μου σε τρελό χορό όλα μου τα πάθη. Μα η ανάσα μου τελειώνει και μαζί τελειώνει και η δική τους. Δε φοβάμαι, τα κοιτάζω στα μάτια κι αν η σιγουριά παραμένει στο βλέμμα τους, κι αν συνεχίζουν απτόητα τον τρελό χορό τους, η ανάσα τους τελειώνει. Και ξέρω πως αυτή τη φορά θα κερδίσω, γιατί ξέρω πως αυτή τη φορά δεν έχω τίποτα να χάσω.
"Θέλω τη δόση μου"
Έψαχνα αντίδοτο έξω από μένα, έξω από σένα, εσωστρέφειά μου. Μα δεν υπάρχει για να δοθεί. Κι αν εκτιμώ κάτι περισσότερο σ' εκείνη, είναι ότι φεύγοντας έκλεισε πίσω της όλες τις πόρτες. Μείναμε εγώ και συ, δεν υπήρχε χώρος ούτε για τη ζήλεια, ούτε για το μίσος, ούτε για την οργή, μόνο για μένα και για σένα. Στην έσχατη απελπισία μου χοροπηδάνε ακόμα και με τσιγκλάνε, αλλά κερδίζω. Γράφω και μαθαίνω. Αταραξία.
"Ήρθαν όλα τόσο φυσικά, τόσο απλά και τόσο όμορφα που αρνούμαι να μπω στη διαδικασία να σκεφτώ."
Μήπως να το ξανασκεφτώ;
"Ωσάν φως, είπε ο ερωτευμένος για τον έρωτα, κι αυτό τον τύφλωσε."
Δεν ήταν κακό. Ίσα ίσα, ήταν πάρα μα πάρα πολύ όμορφο. Μάλλον, δεν ήταν. Εξακολουθεί να είναι. Δεν αρνούμαι τίποτα απ' όσα έζησα, είναι εδώ μαζί μου, είναι μέσα μου και θα είναι έτσι ακριβώς όπως όταν τα έζησα πρώτη φορά. Όλα τα όμορφα συναισθήματα, τα γέλια, η χαρά, τα ξαναβρίσκω ένα ένα όσο πιο πολύ βυθίζομαι, όσο πιο λίγη μένει η ανάσα μου. Δεν αρνούμαι τα πάθη μου, χορεύω και γω μαζί τους μα φτάνω, λίγο έμεινε...
"...και ντου νοτ ντιστέρμπ"
Η απομόνωσή μου τελείωσε. Στο κέντρο της ύπαρξής μου υπάρχει ένα σημείο φωτός, όπως έχει πει μια άλλη σύγχρονη φιλόσοφος*, πλησιάζω, είμαι κοντά, το αισθάνομαι. Τα πάθη μου έχουνε παραμορφωθεί πλέον, η απελπισία μου γίνεται δική τους, πέσαν οι μάσκες, γίνονται σιγά σιγά σκιές, δεύτερες σε σχέση με το φως, ανύπαρκτες στην απουσία του, ανύπαρκτες στην παρουσία του.
Πνίγηκα!
Χαθήκατε...
* Ν.Μ.
Έφυγε το κορίτσι, ξανακλείσαν οι πόρτες, μείναμε εγώ κι εσύ, εσωστρέφειά μου και μια βδομάδα τώρα πέρασε σαν αιώνας. Εγώ και συ, εσύ κι εγώ, μόνοι πάνω στη γη...
Εσύ 'σαι η αληθινή
η κόλαση που λένε
κι όσοι κι αν σου σιμώσουνε
θένε δε θένε κλαίνε...
Ένα βήμα πιο κοντά στην αυτογνωσία, πιο κοντά σε σένα. Βουτάω στα βάθη της ψυχής μου κι η ανάσα μου τελειώνει, πνίγομαι, μα έρχομαι σε σένα, τώρα δεν υπάρχει επιστροφή, το ξέρω πως θα πνιγώ μα χαίρομαι, γιατί μαζί μου θέλω να πνίξω κι όλα αυτά που κουβαλάω μαζί μου. Πάμε από την αρχή;
"Έπεσα κι εγώ με τα μούτρα.
Μπήκε καθαρός αέρας μέσα μου, σκορπίσανε τα φαντάσματα του παρελθόντος, ανάσανα!"
Ανάσανα; Δεν κράτησε και πάρα πολύ, τι λες; Τόσο λίγη ήταν η χαρά μου; Έλεγα πως θέλω να ζήσω έντονα συναισθήματα. Που είναι η χαρά μου τώρα; Γιατί έφυγε και μ' άφησε κι αυτή μαζί με το κορίτσι; Σκορπίσανε τα φαντάσματα του παρελθόντος και τώρα τι; Θα προσθέσω άλλο ένα; Χμ...
"Δεν ελπίζω τίποτα
Δε φοβούμαι τίποτα
Είμαι λέφτερος
Μαζί της"
Κι αν αυτά που σου έλεγα τότε ίσχυαν, γιατί πνίγομαι; Γιατί έλπιζα, γιατί έκανα όνειρα, γιατί έπλαθα με τη φαντασία μου σενάρια και σχέδια για το μέλλον, γιατί δε ζούσα την πραγματικότητα στην πραγματικότητα. Γιατί δε φοβήθηκα να κρεμάσω τη ζωή μου πάνω σε κάποιον άλλο, αλλά το να μη φοβάσαι δεν είναι δείγμα σοφίας από μόνο του. Δε σε ελευθερώνει, αντίθετα σε υποτάσσει στην ελπίδα πως δε θα γίνει τίποτα απ' όσα φοβάσαι, γιατί στην πραγματικότητα φοβάσαι πως δε θα γίνουν αυτά που ελπίζεις. Φαυλότητα.
"Εγώ θα σε θέλω.
Εσύ;"
Τι όμορφα που ήταν τα πρώτα μου συναισθήματα! Κι επειδή οι δεύτερες σκέψεις από τη φύση τους είναι δεύτερες, αρνούμαι. Ο έρωτας ήρθε πρώτος. Μετά την απώλειά της βγήκαν μίσος, απογοήτευση, οργή, ζήλια, κτητικότητα... Ποια απώλεια; Ήταν στην κατοχή μου; Πως μπορώ να κατέχω έναν άλλο άνθρωπο, μια ζωή διαφορετική από τη δική μου; Ακόμη κι αυτές τις στιγμές, που έχω βουτήξει τόσο βαθιά σε σένα, εσωστρέφειά μου, βρίσκονται γύρω μου σε τρελό χορό όλα μου τα πάθη. Μα η ανάσα μου τελειώνει και μαζί τελειώνει και η δική τους. Δε φοβάμαι, τα κοιτάζω στα μάτια κι αν η σιγουριά παραμένει στο βλέμμα τους, κι αν συνεχίζουν απτόητα τον τρελό χορό τους, η ανάσα τους τελειώνει. Και ξέρω πως αυτή τη φορά θα κερδίσω, γιατί ξέρω πως αυτή τη φορά δεν έχω τίποτα να χάσω.
"Θέλω τη δόση μου"
Έψαχνα αντίδοτο έξω από μένα, έξω από σένα, εσωστρέφειά μου. Μα δεν υπάρχει για να δοθεί. Κι αν εκτιμώ κάτι περισσότερο σ' εκείνη, είναι ότι φεύγοντας έκλεισε πίσω της όλες τις πόρτες. Μείναμε εγώ και συ, δεν υπήρχε χώρος ούτε για τη ζήλεια, ούτε για το μίσος, ούτε για την οργή, μόνο για μένα και για σένα. Στην έσχατη απελπισία μου χοροπηδάνε ακόμα και με τσιγκλάνε, αλλά κερδίζω. Γράφω και μαθαίνω. Αταραξία.
"Ήρθαν όλα τόσο φυσικά, τόσο απλά και τόσο όμορφα που αρνούμαι να μπω στη διαδικασία να σκεφτώ."
Μήπως να το ξανασκεφτώ;
"Ωσάν φως, είπε ο ερωτευμένος για τον έρωτα, κι αυτό τον τύφλωσε."
Δεν ήταν κακό. Ίσα ίσα, ήταν πάρα μα πάρα πολύ όμορφο. Μάλλον, δεν ήταν. Εξακολουθεί να είναι. Δεν αρνούμαι τίποτα απ' όσα έζησα, είναι εδώ μαζί μου, είναι μέσα μου και θα είναι έτσι ακριβώς όπως όταν τα έζησα πρώτη φορά. Όλα τα όμορφα συναισθήματα, τα γέλια, η χαρά, τα ξαναβρίσκω ένα ένα όσο πιο πολύ βυθίζομαι, όσο πιο λίγη μένει η ανάσα μου. Δεν αρνούμαι τα πάθη μου, χορεύω και γω μαζί τους μα φτάνω, λίγο έμεινε...
"...και ντου νοτ ντιστέρμπ"
Η απομόνωσή μου τελείωσε. Στο κέντρο της ύπαρξής μου υπάρχει ένα σημείο φωτός, όπως έχει πει μια άλλη σύγχρονη φιλόσοφος*, πλησιάζω, είμαι κοντά, το αισθάνομαι. Τα πάθη μου έχουνε παραμορφωθεί πλέον, η απελπισία μου γίνεται δική τους, πέσαν οι μάσκες, γίνονται σιγά σιγά σκιές, δεύτερες σε σχέση με το φως, ανύπαρκτες στην απουσία του, ανύπαρκτες στην παρουσία του.
Πνίγηκα!
Χαθήκατε...
* Ν.Μ.
Monday, July 6, 2009
Tuesday, June 23, 2009
Η θεωρία των Πορδών
Και βγαίνει που λες ο δρ Νανόπουλος στα άκρα με κείνη που τα ξέρει όλα και αναλύει τη θεωρία των Χορδών. Δε μας κατουράς ρε Πάριε; Θα λύσει, λέει, ο άνθρωπος βασικά φιλοσοφικά ερωτήματα, πούθε ερχόμαστε και που πάααααααμε ρε;
47% αποχή, λέει, στις τελευταίες ευρωεκλογές και βγαίνουνε και πανηγυρίζουνε οι αριστεροαναρχοαυτόνομοι. Οι για τα πανηγύρια αριστερίστες, που κάνουνε καριέρα λέγοντας ένα σωρό Χορδές περί κομμουνισμού και μαρξισμού και λενινισμού και αναρχίας και δεν ξέρω γω ποίας άλλης νόσου, να μην είπω για μαλακίαν, καθώς σκοτώνονται μεταξύ των για μια καρέκλα, ένα δαχτυλίδι, μια θέση στην επικαιρότητα, παραθυρένια, έτσι όπως τους την περιέγραψε ο Μπακούριν, αυνάνες της εξουσίας, ανοργασμικοί εκφραστές της αντίδρασης, που αν δεν υπήρχε δράση δε θα υπήρχατε, που δε θα γίνετε δράση ποτέ γιατί δεν ξέρετε τι είναι, γιατί δεν ξέρετε τι είστε.
Για τους συμμετέχοντες τη διαδικασία ό,τι και να πεις στο βρόντο θα πάει, στο βρόντο λοιπόν να παν κι αυτοί, ή για να κλέψω τη ρήση του τελευταίου Λεβέντη της πολιτικής: Να πάνε στο διάολο όλοι.
Άντε, και τρεις χειρότερα.
Α, μην το ξεχάσω. Βγήκε κι αυτή η Χέστα Επαναστατών να χτυπήσει, λέει, τα κέντρα εξουσίας. Εσείς ρε; Από που κι ως που; Επειδή σκοτώσατε ένα σκοπό; Ο σκοπός ποιον πείραξε ρε; Ο σκοπός είναι ο καλύτερος μπάτσος, το 'χει πει ο φίλος ο Σάββας. Δεν ενοχλεί. Δεν περιπολάει. Κάθεται σκοπός. Αλλά επειδή σκοπός δεν υπάρχει, άντε αλλάξτε κι εσείς τ' όνομα και πάντε για μια Σιέστα Επαναστατών.
Σσσσσσσσσσσσσσσσσσσσσς μην ξυπνήσει ο κανένας και βγει πρωθυπουργός.
Κανένας;
47% αποχή, λέει, στις τελευταίες ευρωεκλογές και βγαίνουνε και πανηγυρίζουνε οι αριστεροαναρχοαυτόνομοι. Οι για τα πανηγύρια αριστερίστες, που κάνουνε καριέρα λέγοντας ένα σωρό Χορδές περί κομμουνισμού και μαρξισμού και λενινισμού και αναρχίας και δεν ξέρω γω ποίας άλλης νόσου, να μην είπω για μαλακίαν, καθώς σκοτώνονται μεταξύ των για μια καρέκλα, ένα δαχτυλίδι, μια θέση στην επικαιρότητα, παραθυρένια, έτσι όπως τους την περιέγραψε ο Μπακούριν, αυνάνες της εξουσίας, ανοργασμικοί εκφραστές της αντίδρασης, που αν δεν υπήρχε δράση δε θα υπήρχατε, που δε θα γίνετε δράση ποτέ γιατί δεν ξέρετε τι είναι, γιατί δεν ξέρετε τι είστε.
Για τους συμμετέχοντες τη διαδικασία ό,τι και να πεις στο βρόντο θα πάει, στο βρόντο λοιπόν να παν κι αυτοί, ή για να κλέψω τη ρήση του τελευταίου Λεβέντη της πολιτικής: Να πάνε στο διάολο όλοι.
Άντε, και τρεις χειρότερα.
Α, μην το ξεχάσω. Βγήκε κι αυτή η Χέστα Επαναστατών να χτυπήσει, λέει, τα κέντρα εξουσίας. Εσείς ρε; Από που κι ως που; Επειδή σκοτώσατε ένα σκοπό; Ο σκοπός ποιον πείραξε ρε; Ο σκοπός είναι ο καλύτερος μπάτσος, το 'χει πει ο φίλος ο Σάββας. Δεν ενοχλεί. Δεν περιπολάει. Κάθεται σκοπός. Αλλά επειδή σκοπός δεν υπάρχει, άντε αλλάξτε κι εσείς τ' όνομα και πάντε για μια Σιέστα Επαναστατών.
Σσσσσσσσσσσσσσσσσσσσσς μην ξυπνήσει ο κανένας και βγει πρωθυπουργός.
Κανένας;
Tuesday, June 2, 2009
Αγγίζει την τελειότητα...
Αρνείται!!!
Γιατί μπορεί. Γιατί θέλει. Γιατί, μεταφέροντας τα λόγια ενός σύγχρονου φιλοσόφου *, "σημασία έχει να μπορείς να θέλεις".
Σκέφτομαι και γράφω. Έχει περάσει ένας μήνας και κάτι με το καινούριο ημερολόγιο, με το παλιό πάνε 12βάλε χρόνια κι εγώ δεν ξέρω με ποιο ρολόι να συγχρονιστώ. Ζω μια πρωτόγνωρη κατάσταση, την οποία αισθάνομαι σα βίωμα. Γίνεται;
"I've been waiting so long
to be where I'm going
in the sunshine of your love..."
Ella Fitzerald - Sunshine of your love
Κάτι με ώθησε ν' ακούσω το συγκεκριμένο τραγούδι τη συγκεκριμένη στιγμή. Βέβαια, θα μπορούσε οποιαδήποτε στιγμή να αποτελέσει ερέθισμα, αλλά από την άλλη, θα μπορούσε; Τώρα μπορεί.
Ωσάν φως, είπε ο ερωτευμένος για τον έρωτα, κι αυτό τον τύφλωσε.
Καλά, ζωγραφίζω απόψε. Ακούς εκεί αρνείται! Θα βάλω τα δυνατά μου.
Βέβαια, δεν έκανα και καμιά σοβαρή πρόταση, τουναντίον, αρνήθηκε να ικανοποιήσει τη ματαιοδοξία μου, συμπεριφορά που την καθιστά εκτός από νέα, όμορφη, έξυπνη, με μακριά δάχτυλα και περιποιημένα νύχια, ένα σημείο φωτός, μια λιακάδα, το όνειρο ενός γελοίου!
Κι επειδή δεν έφτασα ακόμα (το τονίζω, μην ξεχνιόμαστε) στα συγγραφικά ύψη του Νίκου ή του Φιοντόρ, το αφήνω όσο ακόμα κερδίζω.
'μέραααα...
*: Μπομπ
Γιατί μπορεί. Γιατί θέλει. Γιατί, μεταφέροντας τα λόγια ενός σύγχρονου φιλοσόφου *, "σημασία έχει να μπορείς να θέλεις".
Σκέφτομαι και γράφω. Έχει περάσει ένας μήνας και κάτι με το καινούριο ημερολόγιο, με το παλιό πάνε 12βάλε χρόνια κι εγώ δεν ξέρω με ποιο ρολόι να συγχρονιστώ. Ζω μια πρωτόγνωρη κατάσταση, την οποία αισθάνομαι σα βίωμα. Γίνεται;
"I've been waiting so long
to be where I'm going
in the sunshine of your love..."
Ella Fitzerald - Sunshine of your love
Κάτι με ώθησε ν' ακούσω το συγκεκριμένο τραγούδι τη συγκεκριμένη στιγμή. Βέβαια, θα μπορούσε οποιαδήποτε στιγμή να αποτελέσει ερέθισμα, αλλά από την άλλη, θα μπορούσε; Τώρα μπορεί.
Ωσάν φως, είπε ο ερωτευμένος για τον έρωτα, κι αυτό τον τύφλωσε.
Καλά, ζωγραφίζω απόψε. Ακούς εκεί αρνείται! Θα βάλω τα δυνατά μου.
Βέβαια, δεν έκανα και καμιά σοβαρή πρόταση, τουναντίον, αρνήθηκε να ικανοποιήσει τη ματαιοδοξία μου, συμπεριφορά που την καθιστά εκτός από νέα, όμορφη, έξυπνη, με μακριά δάχτυλα και περιποιημένα νύχια, ένα σημείο φωτός, μια λιακάδα, το όνειρο ενός γελοίου!
Κι επειδή δεν έφτασα ακόμα (το τονίζω, μην ξεχνιόμαστε) στα συγγραφικά ύψη του Νίκου ή του Φιοντόρ, το αφήνω όσο ακόμα κερδίζω.
'μέραααα...
*: Μπομπ
Thursday, May 28, 2009
Φυσική επιλογή.
Θεωρώ μάταιο να προσπαθείς να αποφύγεις ορισμένα πράγματα.
Εφόσον είναι, εφόσον υπάρχουν μα κυρίως, εφόσον τα θέλεις. Κι ακόμη παραπέρα, εφόσον τα θέλει η Φύση.
Ήρθαν όλα τόσο φυσικά, τόσο απλά και τόσο όμορφα που αρνούμαι να μπω στη διαδικασία να σκεφτώ. Αυτή τη φορά αισθάνομαι, νιώθω, ζω. Τόσο φυσικά.
Και δε μ' ενδιαφέρουν τ' αποτελέσματα των εξετάσεων. Κι αν μείνω μετεξεταστέος...
Θα ξαναδώσω!
Καληνύχτα...
Εφόσον είναι, εφόσον υπάρχουν μα κυρίως, εφόσον τα θέλεις. Κι ακόμη παραπέρα, εφόσον τα θέλει η Φύση.
Ήρθαν όλα τόσο φυσικά, τόσο απλά και τόσο όμορφα που αρνούμαι να μπω στη διαδικασία να σκεφτώ. Αυτή τη φορά αισθάνομαι, νιώθω, ζω. Τόσο φυσικά.
Και δε μ' ενδιαφέρουν τ' αποτελέσματα των εξετάσεων. Κι αν μείνω μετεξεταστέος...
Θα ξαναδώσω!
Καληνύχτα...
Tuesday, May 26, 2009
Αντίδοτο
Σε ό,τι εκών άκων μου διαταράσσει την ψυχική μου ισορροπία, την εσωτερική μου γαλήνη.
Θέλω τη δόση μου...
Θέλω τη δόση μου...
Friday, May 15, 2009
Πέμπτη βράδυ...
Buena Vista Social Club - Chan Chan
Το σάουντρακ της βραδιάς σα να βελτιώθηκε κάπως, από την περιέργως ορμώμενη τηλεθέαση του ευροράματος, που για τίποτ' άλλο δεν είμαστε σα λαός, σαν έθνος, σαν κοινωνία, σαν τα μούτρα μας. Σκατά.
Σιγά ρε καλύτερε άνθρωπε. Σιγά ρε καλλιεργημένε.
Κι όμως. Το 'δα 'γω το όραμα στην εισήγηση του Θανασάκη. Καβάλα στο μνήμα το μισάνοιχτο με το πτώμα μέσα το 'πε το θέμα.
Πεθαίνω σα χώρα.
Αλκίνοος Ιωαννίδης - Πατρίδα
"...ξέρω πως όλα αν μου μοιάζαν θα ταν αγέννητη γη
δε με τρομάζει το τέρας ούτε κι ο άγγελός μου
ούτε το τέλος του κόσμου
με τρομάζεις εσύ
με τρομάζεις ακόμα οπαδέ της ομάδας
του κόμματος σκύλε, της οργάνωσης μάγκα
διερμηνέα του θεού, ρασοφόρε γκουρού
τσολιαδάκι φτιαγμένο, προσκοπάκι χαμένο
προσεύχεσαι και σκοτώνεις
τραυλίζεις ύμνους οργής
έχεις πατρίδα το φόβο, γυρεύεις να βρεις γονείς
μισείς το μέσα σου ξένο κι όχι, δεν καταλαβαίνω
δεν ξέρω πού πατώ και πού πηγαίνω"
Ακούει κανείς;
Το σάουντρακ της βραδιάς σα να βελτιώθηκε κάπως, από την περιέργως ορμώμενη τηλεθέαση του ευροράματος, που για τίποτ' άλλο δεν είμαστε σα λαός, σαν έθνος, σαν κοινωνία, σαν τα μούτρα μας. Σκατά.
Σιγά ρε καλύτερε άνθρωπε. Σιγά ρε καλλιεργημένε.
Κι όμως. Το 'δα 'γω το όραμα στην εισήγηση του Θανασάκη. Καβάλα στο μνήμα το μισάνοιχτο με το πτώμα μέσα το 'πε το θέμα.
Πεθαίνω σα χώρα.
Αλκίνοος Ιωαννίδης - Πατρίδα
"...ξέρω πως όλα αν μου μοιάζαν θα ταν αγέννητη γη
δε με τρομάζει το τέρας ούτε κι ο άγγελός μου
ούτε το τέλος του κόσμου
με τρομάζεις εσύ
με τρομάζεις ακόμα οπαδέ της ομάδας
του κόμματος σκύλε, της οργάνωσης μάγκα
διερμηνέα του θεού, ρασοφόρε γκουρού
τσολιαδάκι φτιαγμένο, προσκοπάκι χαμένο
προσεύχεσαι και σκοτώνεις
τραυλίζεις ύμνους οργής
έχεις πατρίδα το φόβο, γυρεύεις να βρεις γονείς
μισείς το μέσα σου ξένο κι όχι, δεν καταλαβαίνω
δεν ξέρω πού πατώ και πού πηγαίνω"
Ακούει κανείς;
Sunday, May 10, 2009
Κυριακή πρωί...
Εγώ θα θέλω ν' ακούσω δυνατά μουσική.
Εσύ θα θέλεις να χουζουρέψεις λίγο ακόμα.
Εγώ θα θέλω να πάμε μια βόλτα με τη μηχανή.
Εσύ θα θέλεις να πάρουμε το αυτοκίνητο.
Εγώ θα θέλω να πάμε στο χωριό για φαγητό.
Εσύ θα θέλεις να μαγειρέψουμε σπίτι.
Εγώ θα θέλω να διαβάσω λίγο Νίκο.
Εσύ θα με κοροϊδεύεις.
Εγώ θα θέλω να πάμε στη Νίκη να ποτίσουμε τα λουλούδια.
Εσύ θα θέλεις καφέ στο κέντρο.
Εγώ θα σε θέλω.
Εσύ;
Εσύ θα θέλεις να χουζουρέψεις λίγο ακόμα.
Εγώ θα θέλω να πάμε μια βόλτα με τη μηχανή.
Εσύ θα θέλεις να πάρουμε το αυτοκίνητο.
Εγώ θα θέλω να πάμε στο χωριό για φαγητό.
Εσύ θα θέλεις να μαγειρέψουμε σπίτι.
Εγώ θα θέλω να διαβάσω λίγο Νίκο.
Εσύ θα με κοροϊδεύεις.
Εγώ θα θέλω να πάμε στη Νίκη να ποτίσουμε τα λουλούδια.
Εσύ θα θέλεις καφέ στο κέντρο.
Εγώ θα σε θέλω.
Εσύ;
Saturday, May 9, 2009
Και τώρα τι;
Ευτυχώς. Και τώρα; Τώρα που δεν έχεις γιατί να γκρινιάξεις; Τι θα γράφεις;
Για να δούμε.
Γράφω, σβήνω, γράφω, σβήνω. Ε, λοιπόν, δεν έχω έμπνευση. Δεν έχω κανένα πόνο. Ούτε καν πονοκέφαλο από τα ξύδια. Χαίρω άκρας υγείας. Προβλήματα στη δουλειά δεν υπάρχουν, τουναντίον, όλα πάνε κατ' ευχήν. Ευτυχώς. Η οικογένειά μου επίσης είναι καλά. Λεφτά έχουμε.
Αυτάααααααα...
Άμα δεν έχει λίγο πόνο το στόρι, χάνει.
Να βάλω;
Όχι ρε αναγνώστη, δε θα το κάνω εγώ μεσημεριανάδικο. Αξίζει να το διαβάσεις. Μπλιαχ! Παρατράγουδο, μάλιστα.
Εγώ, που λέτε κυρά Πάνια, είμαι χαρούμενος. Θα μου πεις, πως γίνεται να τρως κλωτσιά στ' αχαμνά και να χαίρεσαι; Ο καθένας με τα βίτσια του. Την πρώτη φορά που την έφαγα, η αλήθεια είναι ότι πόνεσε. Ένα δάκρυ κύλησε, Ανίτα μου. Πάντως, τίποτα δε γίνεται στην τύχη, το πιστεύω. Και την Έφη Θόδη πιστεύω πως μπορεί να γιατρέψει την επάρατη και θέλω μέσα από την εκπομπή σας να εκφράσω την ειλικρινή μου συμπάθεια στο πρόσωπό της. Οι τρελοί είμαστε εμείς οι έξω.
Κι είχε το θράσος, που λες Ανίτα μου, να ξαναπροσπαθήσει να με κλωτσήσει στ' αχαμνά. Αμ δε! Το δις εξαμαρτείν, ουκ ανδρός σοφού. Βασικά, έτσι και την έτρωγα την κλωτσιά, θα ήταν ουκ ανδρός σκέτο. Τιτίκα θα γινόμουνα, τι να λέμε τώρα, το 'να τ' άλλο ξέρω 'γω.
Μα ούτε και για τα παρατράγουδα δεν είμαι. Δε θα παρέμβει κανένας ανεμιστήρας να γίνει τζέρτζελο; Ένας σαματάς, κάτι; Τίποτα; Πηνελόπη; Εσύ;
Σαν πολύ να άφησα το Νίκο κι άρχισα τις κακές παρέες. Σημασία δεν έχει η Νίκη, αλλά ο Αγώνας για τη Νίκη. Ήταν η δική σου Ιθάκη. Κι εγώ βρήκα τη δική μου.
Δεν ελπίζω τίποτα
Δε φοβούμαι τίποτα
Είμαι λέφτερος
Μαζί της.
Για να δούμε.
Γράφω, σβήνω, γράφω, σβήνω. Ε, λοιπόν, δεν έχω έμπνευση. Δεν έχω κανένα πόνο. Ούτε καν πονοκέφαλο από τα ξύδια. Χαίρω άκρας υγείας. Προβλήματα στη δουλειά δεν υπάρχουν, τουναντίον, όλα πάνε κατ' ευχήν. Ευτυχώς. Η οικογένειά μου επίσης είναι καλά. Λεφτά έχουμε.
Αυτάααααααα...
Άμα δεν έχει λίγο πόνο το στόρι, χάνει.
Να βάλω;
Όχι ρε αναγνώστη, δε θα το κάνω εγώ μεσημεριανάδικο. Αξίζει να το διαβάσεις. Μπλιαχ! Παρατράγουδο, μάλιστα.
Εγώ, που λέτε κυρά Πάνια, είμαι χαρούμενος. Θα μου πεις, πως γίνεται να τρως κλωτσιά στ' αχαμνά και να χαίρεσαι; Ο καθένας με τα βίτσια του. Την πρώτη φορά που την έφαγα, η αλήθεια είναι ότι πόνεσε. Ένα δάκρυ κύλησε, Ανίτα μου. Πάντως, τίποτα δε γίνεται στην τύχη, το πιστεύω. Και την Έφη Θόδη πιστεύω πως μπορεί να γιατρέψει την επάρατη και θέλω μέσα από την εκπομπή σας να εκφράσω την ειλικρινή μου συμπάθεια στο πρόσωπό της. Οι τρελοί είμαστε εμείς οι έξω.
Κι είχε το θράσος, που λες Ανίτα μου, να ξαναπροσπαθήσει να με κλωτσήσει στ' αχαμνά. Αμ δε! Το δις εξαμαρτείν, ουκ ανδρός σοφού. Βασικά, έτσι και την έτρωγα την κλωτσιά, θα ήταν ουκ ανδρός σκέτο. Τιτίκα θα γινόμουνα, τι να λέμε τώρα, το 'να τ' άλλο ξέρω 'γω.
Μα ούτε και για τα παρατράγουδα δεν είμαι. Δε θα παρέμβει κανένας ανεμιστήρας να γίνει τζέρτζελο; Ένας σαματάς, κάτι; Τίποτα; Πηνελόπη; Εσύ;
Σαν πολύ να άφησα το Νίκο κι άρχισα τις κακές παρέες. Σημασία δεν έχει η Νίκη, αλλά ο Αγώνας για τη Νίκη. Ήταν η δική σου Ιθάκη. Κι εγώ βρήκα τη δική μου.
Δεν ελπίζω τίποτα
Δε φοβούμαι τίποτα
Είμαι λέφτερος
Μαζί της.
Wednesday, May 6, 2009
Monday, April 27, 2009
Μοιραία...
Aφού λοιπόν τα πάντα είναι γραμμένα
από της μοίρας το στυλό και το μελάνι
οτι από μένα είναι και θα είναι διαλεγμένα
είναι αυταπάτη μες της πλάσης την πλεκτάνη
Aρα δε φταίω που σε χώρισα μωρό μου
κι άσε με μόνη μέσα στο διπλό καημό μου
να ψάχνω λυσσασμένα για να βρώ μια λύση
που θα 'ναι πάλι οτι η μοίρα αποφασίσει
Aλλά είμαι εγώ η γυναίκα η μοιραία
η πρώτη, η μετέπειτα κι όμως η τελευταία
που τη ζωή σου πως και πάντα κανονίζω
κι έτσι ανάμοιρα και τη δική μου την ορίζω.
Aφού λοιπόν τα πάντα είναι γραμμένα
θα κάνω ότι μου 'ρθει μέσα στο κεφάλι
θα κάνω πράγματα τρελλά να ξαναβρώ εσένα
ακόμα και να μπούμε οι δυό σ' ένα μπουκάλι.
από της μοίρας το στυλό και το μελάνι
οτι από μένα είναι και θα είναι διαλεγμένα
είναι αυταπάτη μες της πλάσης την πλεκτάνη
Aρα δε φταίω που σε χώρισα μωρό μου
κι άσε με μόνη μέσα στο διπλό καημό μου
να ψάχνω λυσσασμένα για να βρώ μια λύση
που θα 'ναι πάλι οτι η μοίρα αποφασίσει
Aλλά είμαι εγώ η γυναίκα η μοιραία
η πρώτη, η μετέπειτα κι όμως η τελευταία
που τη ζωή σου πως και πάντα κανονίζω
κι έτσι ανάμοιρα και τη δική μου την ορίζω.
Aφού λοιπόν τα πάντα είναι γραμμένα
θα κάνω ότι μου 'ρθει μέσα στο κεφάλι
θα κάνω πράγματα τρελλά να ξαναβρώ εσένα
ακόμα και να μπούμε οι δυό σ' ένα μπουκάλι.
Sunday, April 26, 2009
Χαθήκαμε.
Ο τίτλος μου φέρνει πολλά στο μυαλό κι από που να ξεκινήσω; Πάμε και βλέπουμε.
Πέρασε ο καιρός, μεγαλώσαμε, μείναμε ίδιοι, εξελιχτήκαμε, γίναν πολλά στο εντωμεταξύ και χαμπάρι δεν πήραμε. Τι έγινε τελικά; Ή για να είμαι πιο ακριβής, τι γίνεται;
Θέλω να γίνω αυτός που ήμουν όταν ήθελα να γίνω αυτός που είμαι; Μπα, όχι. Καλά είμαι. Πολύ καλά. Μάλιστα. Και τι κάνω εδώ; Στην εσωστρέφειά μου; Κάτσε να ξεκινήσω γιατί πολύ το κλωθογυρίζω στον πρόλογο και θα με βαρεθείς. Θα σε χάσω στο ζάπινγκ με το φέησμπουκ. Λέγονται και κάτι έξυπνα εκεί. I have two sides in my brain. The left side has nothing right and the right side has nothing left... Έλα λέμε συγκεντρώσου!
Χαθήκαμε.
Επέστρεψα σε μέρη, σε ανθρώπους, σε χρόνους και τόπους αλλοτινούς. Το πρόσφατο ταξίδι μου στη Μάνα Κρήτη ήταν γεμάτο φως, χρώματα, αρώματα, γεύσεις, γέλια, μητρική στοργή, πατρικό σέβας, φίλους κι έρωτες...
Πήγα αιώνες πίσω, να ξαναβρώ το Μίνοα στα Παλάτια της Κνωσσού, έχοντας συντροφιά το φίλο μου το Νίκο. Με ευλάβεια περπατούσαμε στα σπίτια και στους ναούς των προγόνων μας, σιγομιλώντας, ακροπατώντας, μην ταράξουμε τη Μάνα Γης. Άνθισε η ψυχή μου στο πιο πορφυρό της χρώμα, έγινε κολώνα λιτή, αυστηρή, δυνατή πάλι να στηρίξει τον κόσμο που ακροβατεί να πέσει.
Κι ύστερα ο Ψηλορείτης.
Τα Όρη τα ψηλά βουνά
τον έχουν τον αέρα
κι η νιότη κι η παληκαριά
δεν είναι κάθε μέρα...
Μα πιο πολύ από τα προαιώνια, πιο πολύ κι από το Νίκο, ευρέθη... Νέα, όμορφη, έξυπνη, με μακριά δάχτυλα και περιποιημένα νύχια. Και με ταξίδεψε στην εσωστρέφειά μου, εσωστρέφειά μου. Κι είχα να πάω καιρούς αμέτρητους, καθώς η καρδιά δε γνωρίζει χρόνους κι είν' οι στιγμές της αιώνες και ο χρόνος όλος μια αστραπή. Μπήκε και σεργιάνισε στα πιο κρυφά σοκάκια, γέμισε με το άρωμά της τα σκοτεινά δωμάτια, άγγιξε χορδές σκονισμένες κι αυτές τραγουδήσαν ως άλλες Σειρήνες, καλώντας με μαυλιστικά στη δίνη του έρωτα...
Έπεσα και γω με τα μούτρα.
Μπήκε καθαρός αέρας μέσα μου, σκορπίσανε τα φαντάσματα του παρελθόντος, ανάσανα! Έγινα ξανά 15, πήρα κι έδωσα φιλιά και χάδια ερωτικά, ξενύχτησα, καρδιοχτύπησα, σφίχτηκε το στομάχι μου, χάθηκα, χαθήκαμε... Ζωή, όμορφη ζωή!
Έφυγα από την Κρήτη αφήνοντας πολλά πίσω μου. Πήρα, όμως, ακόμη περισσότερα μαζί μου. Και θα τα κουβαλάω σαν γλυκιά ανάμνηση...
Πέρασε ο καιρός, μεγαλώσαμε, μείναμε ίδιοι, εξελιχτήκαμε, γίναν πολλά στο εντωμεταξύ και χαμπάρι δεν πήραμε. Τι έγινε τελικά; Ή για να είμαι πιο ακριβής, τι γίνεται;
Θέλω να γίνω αυτός που ήμουν όταν ήθελα να γίνω αυτός που είμαι; Μπα, όχι. Καλά είμαι. Πολύ καλά. Μάλιστα. Και τι κάνω εδώ; Στην εσωστρέφειά μου; Κάτσε να ξεκινήσω γιατί πολύ το κλωθογυρίζω στον πρόλογο και θα με βαρεθείς. Θα σε χάσω στο ζάπινγκ με το φέησμπουκ. Λέγονται και κάτι έξυπνα εκεί. I have two sides in my brain. The left side has nothing right and the right side has nothing left... Έλα λέμε συγκεντρώσου!
Χαθήκαμε.
Επέστρεψα σε μέρη, σε ανθρώπους, σε χρόνους και τόπους αλλοτινούς. Το πρόσφατο ταξίδι μου στη Μάνα Κρήτη ήταν γεμάτο φως, χρώματα, αρώματα, γεύσεις, γέλια, μητρική στοργή, πατρικό σέβας, φίλους κι έρωτες...
Πήγα αιώνες πίσω, να ξαναβρώ το Μίνοα στα Παλάτια της Κνωσσού, έχοντας συντροφιά το φίλο μου το Νίκο. Με ευλάβεια περπατούσαμε στα σπίτια και στους ναούς των προγόνων μας, σιγομιλώντας, ακροπατώντας, μην ταράξουμε τη Μάνα Γης. Άνθισε η ψυχή μου στο πιο πορφυρό της χρώμα, έγινε κολώνα λιτή, αυστηρή, δυνατή πάλι να στηρίξει τον κόσμο που ακροβατεί να πέσει.
Κι ύστερα ο Ψηλορείτης.
Τα Όρη τα ψηλά βουνά
τον έχουν τον αέρα
κι η νιότη κι η παληκαριά
δεν είναι κάθε μέρα...
Μα πιο πολύ από τα προαιώνια, πιο πολύ κι από το Νίκο, ευρέθη... Νέα, όμορφη, έξυπνη, με μακριά δάχτυλα και περιποιημένα νύχια. Και με ταξίδεψε στην εσωστρέφειά μου, εσωστρέφειά μου. Κι είχα να πάω καιρούς αμέτρητους, καθώς η καρδιά δε γνωρίζει χρόνους κι είν' οι στιγμές της αιώνες και ο χρόνος όλος μια αστραπή. Μπήκε και σεργιάνισε στα πιο κρυφά σοκάκια, γέμισε με το άρωμά της τα σκοτεινά δωμάτια, άγγιξε χορδές σκονισμένες κι αυτές τραγουδήσαν ως άλλες Σειρήνες, καλώντας με μαυλιστικά στη δίνη του έρωτα...
Έπεσα και γω με τα μούτρα.
Μπήκε καθαρός αέρας μέσα μου, σκορπίσανε τα φαντάσματα του παρελθόντος, ανάσανα! Έγινα ξανά 15, πήρα κι έδωσα φιλιά και χάδια ερωτικά, ξενύχτησα, καρδιοχτύπησα, σφίχτηκε το στομάχι μου, χάθηκα, χαθήκαμε... Ζωή, όμορφη ζωή!
Έφυγα από την Κρήτη αφήνοντας πολλά πίσω μου. Πήρα, όμως, ακόμη περισσότερα μαζί μου. Και θα τα κουβαλάω σαν γλυκιά ανάμνηση...
Saturday, April 25, 2009
Tuesday, April 14, 2009
Αναλογικά...
Μετά από μια σχετικά μεγάλη απουσία από τα ευρύτερα διαδικτυακά σοκάκια, επανήλθα αναλογικότερος. Μην έχοντας τη διέξοδο του καλωδίου προς τον κόσμο, τον ομφάλιο λώρο που με τάιζε ήχο και εικόνα, ανακάλυψα εκ νέου τη μαγεία παλιών καλών παθών.
Εβδομάδα των παθών αυτή, θα πω κι εγώ ένα δικό μου. Ακούγοντας ξανά τους δίσκους μου στο πικάπ, συνειδητοποίησα ότι υπάρχει ένα παράσιτο στη ζωή μου που δε θα ήθελα να ξεφορτωθώ ποτέ. Είναι αυτό το παράσιτο που βγάζει η βελόνα, από φθορά του δίσκου ή σκόνη. Δε θα μπορούσα να ακούσω ποτέ εμπιτρία (πως να τα πεις τωρα αυτα στα ελληνικά;) (κι ελπίζω το ερωτηματικό δίπλα στην παρένθεση να μη δημοσιευτεί σα φατσούλα ιμότικον γιατί θα εκνευριστώ) με παράσιτα, και συγγνώμη για τη διπλή παρένθεση, παράσιτο σύγχρονο και ως εκ τούτου μισητό. Τι έλεγα;
Εντωμεταξύ, αιωρούμενος μεταξύ των κορυφών της ροκ μουσικής, η εβδομάδα μου πέρασε όμορφα. Παραδέχομαι ότι ωσάν πρεζάκι αναζητούσα τη δόση μου, αλλά η χρήση ήταν μάλλον θετική. Δυο αναρτήσεις κι ουχί ξεπατικωσούρες, αισθάνομαι ευτυχής. Μισό λεπτό να αλλάξω μεριά στο δίσκο. Τελικά άλλαξα και δίσκο.
Άξιον Εστί. Έχω ίσως δυο ολόκληρες δεκαετίες να ακούσω αυτό το δίσκο. Βασικά, δεν τον έχω ακούσει ποτέ ολόκληρο. Είναι η πρώτη φορα. Θυμάμαι, όμως, μικρός, με πόσο φόβο άκουγα το "Ιδού εγώ λοιπόν" και πόσο πόνο ψυχής την απαγγελία του Κατράκη. Οδυσσέας Ελύτης, Γρηγόρης Μπιθικώτσης, Μίκης Θεοδωράκης, Led Zeppelin, Pink Floyd, Νίκος Ξυλούρης, Νίκος Καζαντζάκης...
Γέμισε η ζωή μου τις τελευταίες μέρες φίλους παλιούς. Χάρηκα που σας άκουσα και σας διάβασα, που σας ένιωσα και που με κάνατε να νιώσω ξανά.
Ώρα καλή!
Εβδομάδα των παθών αυτή, θα πω κι εγώ ένα δικό μου. Ακούγοντας ξανά τους δίσκους μου στο πικάπ, συνειδητοποίησα ότι υπάρχει ένα παράσιτο στη ζωή μου που δε θα ήθελα να ξεφορτωθώ ποτέ. Είναι αυτό το παράσιτο που βγάζει η βελόνα, από φθορά του δίσκου ή σκόνη. Δε θα μπορούσα να ακούσω ποτέ εμπιτρία (πως να τα πεις τωρα αυτα στα ελληνικά;) (κι ελπίζω το ερωτηματικό δίπλα στην παρένθεση να μη δημοσιευτεί σα φατσούλα ιμότικον γιατί θα εκνευριστώ) με παράσιτα, και συγγνώμη για τη διπλή παρένθεση, παράσιτο σύγχρονο και ως εκ τούτου μισητό. Τι έλεγα;
Εντωμεταξύ, αιωρούμενος μεταξύ των κορυφών της ροκ μουσικής, η εβδομάδα μου πέρασε όμορφα. Παραδέχομαι ότι ωσάν πρεζάκι αναζητούσα τη δόση μου, αλλά η χρήση ήταν μάλλον θετική. Δυο αναρτήσεις κι ουχί ξεπατικωσούρες, αισθάνομαι ευτυχής. Μισό λεπτό να αλλάξω μεριά στο δίσκο. Τελικά άλλαξα και δίσκο.
Άξιον Εστί. Έχω ίσως δυο ολόκληρες δεκαετίες να ακούσω αυτό το δίσκο. Βασικά, δεν τον έχω ακούσει ποτέ ολόκληρο. Είναι η πρώτη φορα. Θυμάμαι, όμως, μικρός, με πόσο φόβο άκουγα το "Ιδού εγώ λοιπόν" και πόσο πόνο ψυχής την απαγγελία του Κατράκη. Οδυσσέας Ελύτης, Γρηγόρης Μπιθικώτσης, Μίκης Θεοδωράκης, Led Zeppelin, Pink Floyd, Νίκος Ξυλούρης, Νίκος Καζαντζάκης...
Γέμισε η ζωή μου τις τελευταίες μέρες φίλους παλιούς. Χάρηκα που σας άκουσα και σας διάβασα, που σας ένιωσα και που με κάνατε να νιώσω ξανά.
Ώρα καλή!
Saturday, April 11, 2009
Απλά μαθηματικά...
Έβλεπα μια εκπομπή για το Ντεκάρτ, ο οποίος εν έτει 1600κάτι κατάφερε να έχει παιδεία σε διάφορες επιστήμες και να διατυπώσει τις δικές του φιλοσοφικές και μαθηματικές θεωρίες. Θεωρίες που δε διδαχτήκαμε ποτέ, διότι αν είχαμε την παιδεία και τις αρχές του Ντεκάρτ σαν κοινωνία, δε θα μας συμπεροφέρονταν σαν ζώα οι κρατούντες, οι οποίοι έχουν επιφορτιστεί την παιδεία μας.
Πέρασα και δεν ακούμπησα το Ντεκάρτ, μια εκπομπή είδα, αλλά με έβαλε σε σκέψεις. Κι είπα να τις μοιραστώ. Το παγκόσμιο ακαθάριστο προϊόν για το έτος 2009 προβλέπεται περίπου 47 τρισεκατομμύρια ευρώ. Στην εισαγωγή ενός βιβλίου του Νοάμ Τσόμσκι, αναφέρεται ότι το 4% του πληθυσμού της γης κατέχει το 95% του πλούτου. Επίσημα στοιχεία λένε ότι 2,8 δισεκατομμύρια άνθρωποι ζουν με λιγότερα από 2 δολάρια τη μέρα. Με πρόχειρες πράξεις, αυτό το κομμάτι του πληθυσμού μοιράζεται 2 τρις €. Οι υπόλοιποι 3,7 δις άνθρωποι μοιράζονται τα 45 τρις €. Το 4% καρπώνεται 44,65 τρις €. Και οι υπόλοιποι, εμείς δηλαδή η μεσαία τάξη, που μια ζωή μετεξεταστέοι μένουμε με την παιδεία που μας δίνουν, μοιραζόμαστε 350 δις €. Τα 3,48 δις ανθρώπων. Δηλαδή κατά κεφαλήν 100 ευρώ. Την ίδια ώρα που το 4% παίρνει κατά κεφαλήν 1.606.611 ευρώ.
Σου 'ρθε κατά κεφαλήν;
Αυτά με τα απλά μαθηματικά. Είναι Παρασκευή βράδυ, ξημερώματα Σαββάτου, κι όπως πολύ εύστοχα και φιλοσοφημένα είπε κι ένας κος Μπάλαντά'νς στο τηλέφωνο σ' ένα φίλο...
"Κωστάκη, φιλοσοφεί... όποιος δε γαμεί."
Καληνύχτα μας.
Πέρασα και δεν ακούμπησα το Ντεκάρτ, μια εκπομπή είδα, αλλά με έβαλε σε σκέψεις. Κι είπα να τις μοιραστώ. Το παγκόσμιο ακαθάριστο προϊόν για το έτος 2009 προβλέπεται περίπου 47 τρισεκατομμύρια ευρώ. Στην εισαγωγή ενός βιβλίου του Νοάμ Τσόμσκι, αναφέρεται ότι το 4% του πληθυσμού της γης κατέχει το 95% του πλούτου. Επίσημα στοιχεία λένε ότι 2,8 δισεκατομμύρια άνθρωποι ζουν με λιγότερα από 2 δολάρια τη μέρα. Με πρόχειρες πράξεις, αυτό το κομμάτι του πληθυσμού μοιράζεται 2 τρις €. Οι υπόλοιποι 3,7 δις άνθρωποι μοιράζονται τα 45 τρις €. Το 4% καρπώνεται 44,65 τρις €. Και οι υπόλοιποι, εμείς δηλαδή η μεσαία τάξη, που μια ζωή μετεξεταστέοι μένουμε με την παιδεία που μας δίνουν, μοιραζόμαστε 350 δις €. Τα 3,48 δις ανθρώπων. Δηλαδή κατά κεφαλήν 100 ευρώ. Την ίδια ώρα που το 4% παίρνει κατά κεφαλήν 1.606.611 ευρώ.
Σου 'ρθε κατά κεφαλήν;
Αυτά με τα απλά μαθηματικά. Είναι Παρασκευή βράδυ, ξημερώματα Σαββάτου, κι όπως πολύ εύστοχα και φιλοσοφημένα είπε κι ένας κος Μπάλαντά'νς στο τηλέφωνο σ' ένα φίλο...
"Κωστάκη, φιλοσοφεί... όποιος δε γαμεί."
Καληνύχτα μας.
Wednesday, April 1, 2009
Το όνειρο ενός γελοίου (Φ. Ντοστογιέφσκι)
1
Είμαι ένας γελοίος. Οι άλλοι με λένε τώρα τρελό. Αυτός θα ήταν ένας προβιβασμός, αν δεν ήμουνα γι’ αυτούς το ίδιο γελοίος, όπως και πρώτα. Όμως, τώρα πια δε θυμώνω, τώρα τους αγαπάω όλους, κι όταν γελάνε μαζί μου – τότε είναι που δεν ξέρω γιατί, μα τους αγαπάω ακόμα περισσότερο. Θα γέλαγα κι εγώ ο ίδιος παρέα μ’ αυτούς, όχι πως θα κορόιδευα τον εαυτό μου, μα γιατί θα τους αγαπούσα, αν δε θλιβόμουν τόσο κοιτάζοντάς τους. Θλίβομαι, γιατί δεν ξέρουν την αλήθεια, ενώ εγώ την ξέρω την αλήθεια. Ωχ, τι αβάσταχτο που είναι να ξέρεις μοναχός σου την αλήθεια! Όμως, αυτοί δε θα το καταλάβουν τούτο που λέω. Όχι, δε θα το καταλάβουν.
Πρώτα, μ’ έπιανε μεγάλη στεναχώρια που φαινόμουν γελοίος. Δε φαινόμουνα, ήμουν. Ήμουν πάντα μου γελοίος και το ξέρω ίσως-ίσως απ’ τη στιγμή που γεννήθηκα. Δεν αποκλείεται, εφτά χρονών, να το ‘ξερα κιόλας πως είμαι γελοίος. Ύστερα σπούδασα στο σχολείο, μετά στο πανεπιστήμιο και τ’ αποτέλεσμα; Όσο περισσότερο σπούδαζα, τόσο το μάθαινα πως είμαι γελοίος. Έτσι που για μένα, όλη η πανεπιστημιακή μου μόρφωση, λες και δεν είχε άλλον προορισμό, παρά να μου αποδείχνει και να μου εξηγεί – καθώς εμβάθυνα στην επιστήμη – πως είμαι γελοίος και γιατί είμαι γελοίος. Ό,τι γινόταν με την επιστήμη, το ίδιο γινόταν και με τη ζωή. Και τον κάθε χρόνο που πέρναγε, πλάταινε και ρίζωνε μέσα μου η συνείδηση πως το ύφος μου είναι γελοίο απ’ όλες τις απόψεις. Όλοι γελάγανε μαζί μου, παντού και πάντοτε. Δεν το ‘ξερε όμως κανένας τους, μήτε το μάντευε πως αν υπήρχε άνθρωπος στον κόσμο που να ξέρει καλύτερα απ’ όλους πως είμαι γελοίος, τότε ο άνθρωπος αυτός ήμουν εγώ ο ίδιος κι αυτό ίσα-ίσα ήταν που με πίκραινε περισσότερο απ’ όλα, το ότι δηλαδή δεν το ξέρανε αυτό, το φταίξιμο όμως ήταν δικό μου: Ήμουνα πάντα μου τόσο περήφανος που για τίποτα στον κόσμο και ποτέ δεν θέλησα να παραδεχτώ σε κανένα πόσο είμαι γελοίος. Αυτή η περηφάνεια μεγάλωνε μέσα μου με τα χρόνια, κι αν συνέβαινε ποτέ να το ξομολογηθώ, σ’ όποιον και να ‘ταν πως είμαι γελοίος, μου φαίνεται πως τότε, το ίδιο κιόλας βράδυ, αμέσως και επιτόπου, θα τίναζα τα μυαλά μου στον αέρα μ’ ένα περίστροφο. Ω, πόσα βάσανα πέρασα στην παιδική μου ηλικία με τη σκέψη πως δε θα μπορέσω να κρατηθώ και θα τ’ ομολογήσω ξαφνικά μοναχός μου στους φίλους μου. Μα από τότε που ανδρώθηκα, μ’ όλο που πιστοποιούσα χρόνο με το χρόνο τη φριχτή μου ταυτότητα, έγινα, για κάποιο λόγο, κάπως ηρεμότερος. Αυτό ίσα-ίσα θέλω να πω: Για κάποιο λόγο, , γιατί κι ως τα τώρα ακόμα, δε μπορώ να το καθορίσω ποια ακριβώς ήταν η αιτία. Ίσως επειδή άρχισε κι αβγάταινε μες στην ψυχή μου μια τρομερή μελαγχολία εξαιτίας μιας διαπίστωσης που είχα κάνει και δεν ήμουν πια σε θέση ν’ απαλλαγώ από δαύτην – θέλω να πω για την πεποίηση που απόχτησα, πως παντού στον κόσμο τίποτα δ ε ν έ χ ε ι σ η μ α σ ί α. Το προαισθανόμουν αυτό από πολύν καιρό, βεβαιώθηκα όμως εντελώς, μόλις τον τελευταίο χρόνο, κάπως άξαφνα. Ένιωσα άξαφνα, πως τ ο ί δ ι ο θ α μ ο υ ‘κ α ν ε αν υπήρχε κόσμος ή αν δεν υπήρχε τίποτα πουθενά. Άρχισα ν’ ακούω και να νιώθω μ’ όλη μου την ύπαρξη πως δ ε ν υ π ή ρ χ ε τ ί π ο τ α γύρω μου. Στην αρχή μου φαινόταν πως αν δεν υπήρχε τίποτα τώρα, υπήρξαν ωστόσο πάμπολλα στο παρελθόν, ύστερα όμως κατάλαβα πως και πριν από μένα δεν υπήρξε τίποτα, μόνο που για κάποιον άγνωστο λόγο μου φαινόταν πως υπήρξε. Λίγο-λίγο πείστηκα πως μήτε και στο μέλλον θα υπάρξει τίποτα. Τότε, ξαφνικά, έπαψα να θυμώνω με τους ανθρώπους και άρχισα σχεδόν να να μην τους προσέχω καθόλου. Ναι, το ‘βλεπα αυτό ακόμα και στα πιο ασήμαντα μικροπράγματα: Τύχαινε λόγου χάρη να περπατάω στο δρόμο και να σκοντάφτω πάνω σε άλλους. Όχι πως ήμουν βυθισμένος σε σκέψεις: Τι είχα να σκεφτώ. Είχα πάψει εντελώς να σκέφτομαι. Τότε; Το ίδιο μου ‘κανε.... Και να πω πως έλυσα κανένα πρόβλημα˙ δεν έλυσα κανένα και πότε ήταν; Όμως, εγώ, άρχισα και τα ‘βλεπα όλα λέγοντας τ ο ί δ ι ο μ ο υ κ ά ν ε ι και τα προβλήματα χάθηκαν όλα τους από μπροστά μου.
Και να, ύστερα πια απ’ όλα αυτά, έμαθα την αλήθεια. Την αλήθεια την έμαθα τον περασμένο Νοέμβρη και για την ακρίβεια στις τρεις Νοεμβρίου κι από κείνη την ημερομηνία θυμάμαι κάθε στιγμή της ζωής μου. Ήταν ένα κατσουφιασμένο, το πιο κατσουφιασμένο βράδυ που θα μπορούσε να υπάρξει. Γύριζα τότε κατά τις έντεκα τη νύχτα στο σπίτι και το θυμάμαι πολύ καλά που σκέφτηκα πως δεν μπορεί να υπάρξει πιο κατσούφικο βράδυ. Ακόμα και με τη φυσική σημασία της λέξης. Έβρεχε όλη την ημέρα κι ήταν η πιο κρύα και κατσούφικη βροχή, μια βροχή που θα την έλεγα τρομερή και θυμάμαι πως έπεφτε με μια φανερή εχθρότητα για τους ανθρώπους και και ξαφνικά, στις έντεκα η ώρα σταμάτησε κι άρχισε μια τρομερή υγρασία, πιο υγρή και πιο κρύα παρά εάν έβρεχε κι από τα πάντα έβγαινε ένα κάτι σαν ατμό, απ’ την κάθε πέτρα του δρόμου κι απ’ το κάθε στενοσόκακο αν το κοίταζες και μέσα στο βάθος από κάπως μακρύτερα, απ’ το δρόμο. Μου φάνηκε ξαφνικά πως αν έσβηναν παντού τα φανάρια του γκαζιού, τότε θα μπορούσε να ξανασάνει μια στάλα η καρδιά σου που με το γκάζι την πλάκωνε μια αβάσταχτη μελαγχολία, επειδή τα φανάρια τα φώτιζαν όλ’ αυτά και τα ‘βλεπες. Κείνη την μέρα δεν είχα φάει περίπου τίποτα το μεσημέρι κι όλο μου το βράδυ, από νωρίς το πέρασα σ’ ενός μηχανικού κι ήταν εκεί κι άλλοι δυο φίλοι του. Εγώ δεν έλεγα λέξη και φαινόταν πως τους έγινα βαρετός. Κουβεντιάζανε κάτι που τους ενδιέφερε και ξαφνικά η συζήτηση άναψε για τα καλά. Όμως, το ‘βλεπα, πως το ίδιο τους έκανε κι αν μίλαγαν έτσι ξαναμμένοι, το κάνανε μόνο και μόνο για τον τύπο. Ώσπου και γω, τους το είπα – ξεφύτρωσα εκεί που δεν με σπείραν. «Κύριοι», τους λέω, «τι κάνετε έτσι αφού το ίδιο σας κάνει»!! Αυτουνούς δεν τους κακοφάνηκε, μόνο που βάλθηκαν να γελάνε μαζί μου. Γελάσανε επειδή δεν είχα καμιά πρόθεση να τους κάνω παρατήρηση. Το είπα μόνο και μόνο επειδή το ίδιο μου ‘κανε. Αυτοί το καταλάβανε πως το ίδιο μου ‘κανε και τους φάνηκε αστείο.
Όταν σκέφτηκα στο δρόμο για τα φανάρια του γκαζιού, έριξα μια ματιά στον ουρανό. Ο ουρανός ήταν τρομακτικά σκοτεινός, μπορούσες όμως και ξεχώριζες καθαρά τα σκισμένα σύννεφα κι ανάμεσα τους απύθμενους μαύρους λεκέδες. Ξάφνου, ξέκρινα μέσα σ’ έναν απ’ αυτούς τους λεκέδες ένα αστρουλάκι κι άρχισα να το κοιτάζω επίμονα. Το ‘κανα επειδή εκίνο τ’ αστρουλάκι μου ‘φερε μια σκέψη: Αποφάσισα εκείνη τη νύχτα ν’ αυτοκτονήσω. Τούτη την απόφαση την είχα σταθερά παρμένη εδώ και δυο μήνες τώρα κι όσο κι αν είμαι φτωχός, αγόρασα ένα υπέροχο περίστροφο και την ίδια μέρα του ‘βαλα και σφαίρες. Είχαν όμως περάσει δυο μήνες κιόλας και το περίστροφο βρισκότανε ακόμα στο συρτάρι μου. Τόση ήταν ωστόσο η αδιαφορία μου για όλα, που θέλησα τελικά να βρεθώ σε μια καλύτερη στιγμή, όταν δε θα μου είναι όλα τόσο αδιάφορα – γιατί το θέλησα; Δεν ξέρω. Κι έτσι λοιπόν, κείνους τους δυο μήνες, κάθε νύχτα που γύριζα σπίτι, έλεγα πως θα τινάξω τα μυαλά μου. Όλο και περίμενα την κατάλληλη στιγμή. Και να που τώρα, κείνο τ’ αστρουλάκι μ’ έκανε και σκέφτηκα πως το δ ί χ ω ς ά λ λ ο θα γίνει απόψε. Και γιατί μ’ έκανε τ’ αστρουλάκι και το σκέφτηκα; - αυτό δεν το ξέρω.
Ώσπου, λοιπόν, τη στιγμή που κοίταζα τον ουρανό, μ’ άρπαξε ξάφνου απ΄τον αγκώνα κείνο το κοριτσάκι. Ο δρόμος ήταν άδειος πια και κανένας σχεδόν δεν ακουγόταν να περπατεί. Πέρα μακριά, κοιμόταν ένας αμαξάς πάνω στο μόνιππό του. Το κοριτσάκι ήταν κάπου οχτώ χρονών μ’ ένα μαντήλι στο κεφάλι και φόραγε μονάχα το φουστανάκι του, βρεγμένο ως το κόκκαλο, πάνω απ’ όλα όμως, μείνανε στη μνήμη μου τα βρεγμένα και σκισμένα του παπούσια – και τώρ’ ακόμα τα θυμάμαι. Τα πρόσεξα ιδιαίτερα. Άρχισε ξάφνου να με τραβάει απ’ τον αγκώνα και να με φωνάζει. Δεν έκλαιγε, ξεφώνιζε όμως κάπως κομμένα κι έλεγε κάτι λέξεις που δεν μπορούσε να καλοπροφέρει γιατί το είχε πιάσει ρίγος κι έτρεμε σύγκορμα. Για κάποιο λόγο το είχε πιάσει φρίκη και φώναζε απελπισμένα: «Μανούλα, μανούλα!» Γύρισα και το κοίταξα, μα δεν είπα λέξη και ξανατράβηξα το δρόμο μου, αυτό όμως έτρεχε και με τράβαγε, και στη φωνή του αντήχησε εκείνη η νότα, που στα ποολύ ταραγμένα παιδιά σημαίνει απελπισία. Την ξέρω αυτή τη νότα. Μ’ όλο που έλεγε τις λέξεις μισές, κατάλαβα όμως πως η μάνα του ήταν κάπου και πέθανε, ή κάτι είχαν πάθει, τέλος πάντων, κι αυτό βγήκε να φωνάξει κάποιον, να βρει κάτι για να βοηθήσει τη μαμά. Εγώ όμως, δεν πήγα μαζί του, μα απεναντίας, μου πέρασε ξάφνου η σκέψη να το διώξω. Στην αρχή του είπα να βρει ένα αστυφύλακα. Όμως αυτό, σταύρωσε ξαφνικά τα χεράκια του και λαχανιάζοντας με λυγμούς, όλο κι έτρεχε δίπλα μου και δεν έλεγε να μ’ αφήσει. Τότε ήταν που του έβαλα τις φωνές και του χτύπησα το πόδι μου. Αυτό φώναξε μονάχα: «Αφεντικό, αφεντικό!», μα ξαφνικά με παράτησε τρέχοντας απέναντι: Είδε κει πέρα κάποιον περαστικό και φαίνεται πως όρμησε να παρακαλέσει εκείνον.
Ανέβηκα στο πέμπτο πάτωμα όπου μένω. Νοικιάζω ένα δωμάτιο κι είναι κι άλλα δωμάτια στο διάδρομο. Το καμαράκι μου είναι φτωχό και μικρό και το παράθυρο, παράθυρο σοφίτας, μισοστρόγγυλο. Έχω ένα ντιβάνι από σφεντάμι, ένα τραπέζι με βιβλία απάνω, δυο καρέκλες και μια πολυθρόνα παλιά, πολύ παλιά, μα είναι Λουδοβίκου δεκάτου έκτου. Έκατσα, άναψα το κερί και βάλθηκα να σκέφτουμαι. Δίπλα, στο άλλο δωμάτιο, πίσω απ’ τον τοίχο, συνεχιζόταν το όργιο. Ήταν τρίτη μέρα που συνεχιζόταν. Έμενε εκεί ένας απόστρατος λοχαγός που του είχαν έρθει επισκέψεις – κάπου έξι.
Πίνανε βότκα και παίζανε πρέφα με λιγδωμένα τραπουλόχαρτα. Την περασμένη νύχτα έγινε ένας τρικούβερτος καυγάς και ξέρω πως δυο από δαύτους μαλλιοτραβιόντουσαν πολλή ώρα. Η νοικοκυρά ήθελε να κάνει παράπονα, φοβάται όμως τρομερά το λοχαγό. Άλλοι νοικάρηδες στα δωμάτια είναι μονάχα μια κοντή κι αδύνατη κυρία στρατιωτικού, επαρχιώτισσα, με τρία μικρά παιδιά που προφτάσανε κιόλας κι αρρωστήσανε εκεί στα δωμάτιά μας. Κι αυτή και τα παιδιά φοβούνται το λοχαγό μέχρι λυποθυμίας κι όλη τη νύχτα τρέμουν και σταυροκοπιούνται και το μικρότερο παιδί έπαθε και κάποια κρίση απ’ τον τρόμο του. Αυτός ο λοχαγός, το ξέρω θετικά, σταματάει περαστικούς στη λεωφόρο Νιέβσκη και ζητάει ελεημοσύνη. Απ’ την υπηρεσία του τον έδιωξαν, παράξενο όμως, (γι’ αυτό, ίσα-ίσα τα διηγιέμαι όλ’ αυτά), ο λοχαγός, όλον αυτό το μήνα που μένει εδώ στο σπίτι μας, δε μ’ έκανε ούτε μια φορά να τον συμπονέσω. Φυσικά, αποποιήθηκα από μιας αρχής τη γνωριμία του, μα και αυτός μήπως δε θα βαριόταν μαζί μου απ’ την πρώτη κιόλας φορά; Μα, όσο κι αν φωνάζανε εκεί μέσα, πίσω απ’ τον τοίχο τους κι όσοι και να ήταν, εμένα το ίδιο μου κάνει. Εγώ κάθουμαι ολη τη νύχτα και μα το ναι, δεν τους ακούω καθόλου – τόσο πολύ τους ξεχνάω. Γιατί πρέπει να ξέρετε πως κάθε νύχτα μένω ξάγρυπνος μέχρι τα χαράματα και είναι κιόλας ολάκερος χρόνος αυτή η ιστορία. Μένω καθισμένος στην πολυθρόνα, όλη νύχτα μπροστά στο τραπέζι και δεν κάνω τίποτα. Βιβλία διαβάζω μόνο την ημέρα. Κάθομαι κι ούτε σκέφτομαι καν, έτσι είναι κάτι σκέψεις που περνάν απ’ το μυαλό μου κι εγώ τις αφήνω να τριγυρίζουν κατά που τους αρέσει. Το κερί καίγεται όλο μέχρι να ξημερώσει. Έκατσα στο τραπέζι, έβγαλα το περίστροφο και το έβαλα μπροστά μου. Ήταν τ’ αντίδοτο πάνω στο τραπέζι, θυμάμαι που αναρωτήθηκα: «Έτσι, λοιπόν;» Κι απάντησα με τον καταφατικότερο τρόπο: «Έτσι.» Δηλαδή, θα αυτοκτονήσω. Ήξερα πως εκείνη τη νύχτα ήταν σίγουρο πια πως θ’ αυτοκτονήσω, πόσο θα μείνω όμως ακόμα καθισμένος μπροστά στο τραπέζι ως τότε – αυτό δεν το ‘ξερα. Ω, είναι σίγουρο πως θ’ αυτοκτονούσα αν δεν ήταν εκείνο το κοριτσάκι.
2
Γιατί, κοιτάξτε τι συμβαίνει: Μ’ όλο που έλεγα για όλα «το ίδιο μου κάνει», τον πόνο όμως, παρ’ όλ΄ αυτά, τον αισθανόμουνα. Αν με χτύπαγε κανένας θα ‘νιωθα πόνο. Το ίδιο συνέβαινε και στο ηθικό επίπεδο: Αν συνέβαινε κάτι πολύ λυπητερό, θα ‘νιωθα οίκτο, ακριβώς όπως και τότε που δε μου’κανε το ίδιο για όλα. Έτσι, λοιπόν, και πριν από λίγο, ένιωσα οίκτο. Ένα παιδί θα το βοήθαγα το δίχως άλλο. Γιατί, λοιπόν, δε βοήθησα το κοριτσάκι; Μα επειδή μου πέρασε τότε μια σκέψη: Όταν με τράβαγε και με φώναζε, ορθώθηκε τότε ξαφνικά μπροστά μου το πρόβλημα και δε μπόρεσα να βρω τη λύση του. Το πρόβλημα εκείνο δεν είχε νόημα, εγώ όμως θύμωσα. Θύμωσα εξαιτίας αυτού εδώ του συλλογισμού: Μια και τ’ αποφάσισα πως απόψε θ’ αυτοκτονήσω, πρέπει, περισσότερο από κάθε άλλη φορά να μου κάνει το ίδιο ό,τι κι αν γίνει. Ποιος ο λόγος, λοιπόν, που ένιωσα ξαφνικά πως δε μου κάνει το ίδιο και το λυπάμαι το κοριτσάκι; Θυμάμαι πως το λυπήθηκα πολύ˙ ο οίκτος μου μάλιστα έφτασε μέχρι σ’ έναν παράξενο πόνο, έναν πόνο εντελώς απίθανο στην κατάσταση που βρισκόμουνα. Ομολογώ πως δεν μπορώ να εκφράσω καλύτερα κείνο που ένιωσα τότε, εξακολουθούσα όμως να το νιώθω και στο σπίτι, όταν είχα κάτσει πια μπροστά στο τραπέζι κι ήμουν πολύ εκνευρισμένος, όσο είχε καιρό τώρα πια να μου συμβεί. Οι συλλογισμοί κυλάγανε ο ένας κατά πόδι στον άλλο. Μου φαινόταν ολοφάνερο και αν ήμουν άνθρωπος και δεν είμαι ακόμα ένα μηδέν, κι όσο ακόμα δεν έχω μεταβληθεί σε μηδέν, είμαι ζωντανός και κατά συνέπεια μπορώ να υποφέρω, να θυμώνω και να νιώθω ντροπή για τις πράξεις μου. Έστω. Μα αν αυτοκτονήσω, λόγου χάρη, σε δυο ώρες, τι με νοιάζει τότε το κοριτσάκι και γιατί να χολοσκάω τότε για τη ντροπή και ό,τι άλλο στον κόσμο; Μεταβάλλομαι σε μηδέν, σε απόλυτο μηδέν. Και είναι ποτέ δυνατόν, η συνείδηση πως σε λίγο θα πάψω ε ν τ ε λ ώ ς να υπάρχω και κατά συνέπεια θα πάψει το παν να υπάρχει, είναι ποτέ δυνατό η συνείδηση αυτή να μη μπόρεσε να επιδράσει στο παραμικρό μήτε στο αίσθημα του οίκτου για το κοριτσάκι, μήτε στο αίσθημα της ντροπής μετά την προστυχιά που είχα κάνει; Γιατί εγώ, γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο χτύπησα το πόδι μου κι έβαλα κείνες τις αγριοφωνάρες στο δυστυχισμένο το παιδί, για να δείξω πως «βλέπετε, όχι μόνο δε νιώθω οίκτο, μα τώρα πια είναι στο χέρι μου να κάνω και μιαν απάνθρωπη προστυχιά, γιατί σε δυο ώρες θα σβήσω.» Το πιστεύετε τάχα πως γι’ αυτό της έβαλα τις φωνές; Εγώ, είμαι σχεδόν σίγουρος τώρα πως γι’ αυτό το έκανα. Μου φαίνεται ολοφάνερο πως τώρα πια, ο κόσμος κι η ζωή σάμπως να εξαρτιώνται από μένα. Μπορεί μάλιστα να το πω κι αλλιώς: Πως δηλαδή, τώρα πια, σάμπως να ‘ναι μόνο για μένα καμωμένος ο κόσμος: Σαν αυτοκτονήσω εγώ, ο κόσμος θα πάψει να υπάρχει, τουλάχιστον για μένα. Για να μην πούμε και τ’ άλλο, πως δηλαδή, ίσως-ίσως, να μην υπάρξει κόσμος για κανέναν άλλον ύστερ’ από μένα κι όλος ο κόσμος, μόλις σβήσει η συνείδησή μου, θα σβήσει αμέσως κι αυτός σαν αντικατοπτρισμός, σαν εξάρτημα και μόνο της συνείδησής μου, και θα εξαφανιστεί γιατί ίσως όμως αυτός ο κόσμος κι όλοι αυτοί οι άνθρωποι να μην είναι τίποτ’άλλο παρά εγώ ο ίδιος μόνο. Θυμάμαι πως εκεί που καθόμουν και τα σκεφτόμουνα, και γύριζα όλ’ αυτά τα καινούρια ερωτήματα στο μυαλό μου, κατέληγα σε εντελώς αναπάντεχα συμπεράσματα. Έκανα λόγου χάρη μια παράξενη σκέψη πως αν ζούσα πρώτα στον Άρη και είχα κάνει κει πέρα την πιο επονείδιστη και άτιμη πράξη, την πιο άτιμη που μπορεί κανείς να φανταστεί και μ’ είχαν βρίσει και μ’ είχαν εξευτελίσει εκεί πέρα έτσι που μόνο στ’ όνειρό σου μπορεί να το δεις καμιά φορά, σ’ έναν εφιάλτη σου, κι αν είχα ύστερα βρεθεί στη Γη, κι εξακολουθούσα να διατηρώ τη συνείδηση εκείνου που είχα κάνει στον άλλο πλανήτη, ξέροντας επιπλέον πως με κανέναν τρόπο και ποτέ δε θα επέστρεφα πια εκεί, τότε κοιτάζοντας απ’ τη γη το φεγγάρι - τ ο ί δ ι ο θ α μ ο υ ‘κ α ν ε, για όχι; Θα ‘νιωθα ντροπή για κείνη μου την πράξη ναι ή όχι; Τα ερωτήματα δεν είχαν νόημα κι ήταν περιττά, μια και το περίστροφο βρισκότανε κιόλας μπροστά μου κι εγώ το ‘ξερα, μ’ όλη μου την ύπαρξη πως α υ τ ό θα γίνει το δίχως άλλο κι όμως τα ερωτήματα δε λέγαν να μ’ αφήσουν ήσυχο και δαιμονιζόμουνα. Κατά κάποιο τρόπο μου ήταν αδύνατο τώρα πια να πεθάνω, πριν δώσω τη λύση σε κάτι. Με δυο λόγια, κείνο το κοριτσάκι μ’ έσωσε για τί με τα ερωτήματα ανέβαλα τον πυροβολισμό. Είχαν τελειώσει την πρέφα τους, ετοιμαζόντουσαν να πέσουν να κοιμηθούν και στο μεταξύ γκρινιάζανε και λιανοβριζόντουσαν τεμπέλικα. Κείνη τη στιγμή ήταν που με πήρε ξάφνου ο ύπνος, πράγμα που δε μου ‘χε ξανατύχει ποτέ, μπροστά στο τραπέζι, καθιστός στην πολυθρόνα. Αποκοιμήθηκα, χωρίς να το πάρω είδηση. Τα όνειρα, αυτό το ξέρουν όλοι, είναι ένα εξαιρετικά παράξενο πράγμα: Άλλα πράγματα τα βλέπεις τόσο πεντακάθαρα που σε πιάνει φρίκη, τα βλέπεις μ’ όλες τις ελάχιστες μικρολεπτομέρειες κι άλλα πάλι τα προσπερνάς σα να μην τα πρόσεξες καθόλου, λόγου χάρη, το διάστημα και το χρόνο. Φαίνεται πως τα όνειρα δεν τα βάζει μπρος το λογικό, μα η επιθυμία, όχι το κεφάλι, μα η καρδιά κι ωστόσο θυμάμαι φορές που το λογικό μου έκανε πράγματα στα όνειρα που ήταν να θαυμάζεις! Εδώ που τα λέμε, το λογικό παθαίνει πράγματα εντελώς αδύνατα σ’ ένα όνειρο. Ο αδερφός μου, λόγου χάρη, πέθανε εδώ και πέντε χρόνια. Καμιά φορά, τον βλέπω στον ύπνο μου: Ενδιαφέρεται για τις υποθέσεις μου, τις συζητάμε και οι δυο κι ωστόσο το ξέρω και το θυμάμαι όσο διαρκεί το όνειρο πως ο αδερφός μου έχει πεθάνει και τον έχουμε κηδέψει. Πως, λοιπόν, δε μου κάνει εντύπωση που αυτός, μ’ όλο που είναι πεθαμένος, βρίσκεται εδώ, δίπλα μου και καταπιάνεται μαζί μου, με τις δουλειές μου; Γιατί το λογικό μου τα παραδέχεται σαν εντελώς φυσικά όλ’ αυτά; Αρκετά, ωστόσο. Βάζω μπρος να ιστορήσω τ’ όνειρό μου. Ναι, το είδα τότε αυτό το όνειρο, το όνειρό μου της τρίτης Νοεμβρίου! Αυτοί με κοροϊδεύουν τώρα και λένε πως όλ’ αυτά δεν ήταν παρά ένα όνειρο μονάχα. Μα, τι σημασία έχει λοιπόν; Μήπως το ίδιο δεν κάνει αν ήταν ή δεν ήταν όνειρο μια κι αυτό το όνειρό μου φανέρωσε την Αλήθεια; Αφού σαν τύχει και μάθεις μια φορά την αλήθεια και τη δεις, το ξέρεις πια πως αυτή είναι η αλήθεια κι άλλη δεν υπάρχει, άσχετο αν κοιμάσαι ή ζεις. Ε, ας είναι όνειρο, λοιπόν, ας είναι, όμως αυτή τη ζωή που τόσο την εκθειάζετε, εγώ ήθελα να τη σβήσω με την αυτοκτονία μου και τ’ όνειρό μου, τ’ όνειρό μου – ώ, μου φανέρωσε μια καινούρια, μεγάλη, ανανεωμένη, ρωμαλέα ζωή!
Ακούστε.
3
Είπα πως αποκοιμήθηκα χωρίς να το πάρω είδηση και μάλιστα σάμπως να εξακολουθούσα να συλλογίζομαι τα ίδια θέματα. Ξάφνου, είδα στ’ όνειρό μου πως παίρνω το περίστροφο, και, καθισμένος, βάζω τη μπούκα ίσια στην καρδιά – στην καρδιά κι όχι στο κεφάλι, ενώ είχα πάρει απόφαση από τα πριν, να πυροβολήσω το δίχως άλλο στο κεφάλι και μάλιστα στο δεξί μηνίγγι. Σαν τ’ ακούμπησα στο στήθος, περίμενα κάνα δυο δευτερόλεπτα και το κερί μου, το τραπέζι κι ο τοίχος μπροστά μου, αρχίσανε να τρέμουν και να ταλαντεύονται. Βιάστηκα να πατήσω τη σκανδάλη.
Στο όνειρο, τυχαίνει καμιά φορά, να πέσετε από μεγάλο ύψος ή να σας σφάζουν ή να σας χτυπάνε, δε νιώθετε ποτέ σας πόνο, εκτός κι αν γίνει κάπως και χτυπήσετε πραγματικάστο κρεβάτι: Τότε θα νιώσετε πόνο και σχεδόν πάντα ο πόνος αυτός θα σας ξυπνήσει. Το ίδιο έγινε και στο δικό μου όνειρο: Πόνο δεν ένιωσα, μου φάνηκε όμως πως με τον πυροβολισμό μου όλα μέσα μου τραντάχτηκαν κι όλα ξάφνου σβήσανε κι έγινε γύρω μου σκοτάδι μαύρο. Λες κι είχα τυφλωθεί κι ήμουν μουγκός και να ‘μαι που βρίσκουμαι ξαπλωμένος ανάσκελα σε κάτι σκληρό. Τεντωμένος, δε βλέπω τίποτε και δε μπορώ να κάνω την παραμικρότερη κίνηση. Γύρω μου περπατάνε και φωνάζουν, μιλάει με τη χοντρή του φωνή ο λοχαγός, στριγκλίζει η νοικοκυρά – και ξάφνου πάλι μια διακοπή και να ‘μαι πια που με κουβαλάνε μέσα σ’ ένα κλειστό φέρετρο. Κι εγώ, νιώθω πως τραμπαλίζεται το φέρετρο και το συλλογίζομαι αυτό και ξάφνου, για πρώτη φορά με κεραυνώνει η σκέψη πως έχω πεθάνει, έχω ολότελα πεθάνει, το ξέρω αυτό και δεν αμφιβάλλω καθόλου, δε βλέπω και δε μπορώ να κινηθώ κι ωστόσο νιώθω και συλλογίζομαι. Γρήγορα όμως συμβιβάζομαι μ’ αυτήν την κατάσταση και, όπως γίνεται συνήθως στα όνειρα, δέχομαι την πραγματικότητα, χωρίς αντιρρήσεις.
Και να που με παραχώνουν μεσ’ στη γη. Όλοι φεύγουν, είμαι μόνος, εντελώς μόνος. Δε σαλεύω. Πάντοτε, όταν τύχαινε να σκεφτώ στο ξύπνιο μου, πως θα με θάψουνε στο μνήμα, τότε το μόνο που φανταζόμουνα πως θα ‘χε το μνήμα, ήταν η υγρασία και το κρύο. Έτσι και τώρα, ένιωσα να κρυώνω πολύ, ιδιαίτερα στ’ ακροδάχτυλα των ποδιών μουμ δεν ένιωσα όμως τίποτ’ άλλο.
Ήμουν έτσι ξαπλωμένος, και – περίεργο – δεν περίμενα τίποτα, το δεχόμουνα χωρίς αντιρρήσεις πως ένας νεκρός δεν έχει να περιμένει τίποτα. Είχε όμως υγρασία. Δεν ξέρω πόσος καιρός πέρασε – μια ώρα, ή μερικές ή πολλές μέρες. Και να που ξαφνικά, έπεσε πάνω στο αριστερό κλειστό μου μάτι μια σταγόνα νερό – πως πέρασε μέσ’ απ’ το καπάκι του φέρετρου; - σ’ ένα λεπτό κι άλλη σταγόνα το κατόπι της, ύστερα και Τρίτη σαν πέρασε κι άλλο ένα λεπτό και συνεχίστηκε έτσι το πράμα: κάθε λεπτό και σταγόνα. Μια μεγάλη ανατριχίλα φλόγισε ξαφνικά την καρδιά μου και ξάφνου ένιωσα στην καρδιά μου ένα σωματικό πόνο: «Είναι η πληγή μου», σκέφτηκα, «είναι που πυροβόλησα, η σφαίρα είναι μέσα»... Κι η σταγόνα όλο κι έσταζε κάθε λεπτό κι έπεφτε ίσια στο κλειστό μου μάτι. Και ξαφνικά έκανα μια επίκληση, όχι με τη φωνή μου, γιατί ήμουνα ασάλευτος, μα μ’ όλη μου την ύπαρξη, στον κυρίαρχο όλων εκείνων που μου συμβαίναν:
«Όποιος κι αν είσαι, αν υπάρχεις, και αν υπάρχει κάτι πιο λογικό απ’ αυτό που γίνεται τώρα, άφησε αυτό το λογικό να με προστατέψει. Αν πάλι μ’ εκδικείσαι για την ανόητη αυτοκτονία μου, με την τραγελαφικότητα και τον παραλογισμό των όσων μου συμβαίνουν και θα μου συμβούν, τότε, να ξέρεις, πως ποτέ κανένα μαρτύριο, ό,τι κι αν βρεις, δεν θα μπορέσει να συγκριθεί με την περιφρόνηση που θα νιώθω για σένα, το δήμιό μου, όσα εκατομμύρια χρόνια κι αν περάσουν».
Έκανα αυτή την επίκληση και ησύχασα. Σχεδόν ένα ολόκληρο λεπτό συνεχίστηκε μια βαθιά σιωπή και μάλιστα έπεσε κι άλλη σταγόνα, όμως εγώ το ήξερα, το ‘ξερα απερίφραστα κι ατράνταχτα και το πίστευα πως το δίχως άλλο όλα θ’ αλλάζανε τώρ’ αμέσως. Και να που ξαφνικά ανοίχτηκε ο τάφος μου. Δηλαδή, δεν ξέρω αν το είχαν ανοίξει σκάβοντας, με πήρε όμως κάποιο σκοτεινό και άγνωστο για μένα πλάσμα και βρεθήκαμε στο διάστημα. Ξαφνικά ανέβλεψα. Ήταν νύχτα βαθιά και ποτέ, ποτέ ως τα τώρα, δεν είχε ξαναγίνει τέτοιο σκοτάδι! Προχωράγαμε με τρομερή ταχύτητα στο διάστημα και βρισκόμασταν κιόλας μακριά απ’ τη γη. Δε ρώταγα τίποτα εκείνον που με πήγαινε, περίμενα κι ήμουν περήφανος. Πάσχιζα να πείσω τον εαυτό μου πως δε φοβάμαι και αναρρίγησα σύγκορμος από ενθουσιασμό, στη σκέψη πως δε φοβάμαι. Δε θυμάμαι πόσην ώρα πετάγαμε έτσι κι ούτε μπορώ να φανταστώ: Όλα γίνανε όπως γίνονται στα όνειρα όταν πηδάς πάνω απ’ τους νόμους της ζωής και της λογικής και σταματάς μονάχα σε ορισμένα σημεία που λαχταράει η καρδιά σου. Θυμάμαι πως είδα ξαφνικά μέσ’ στο σκοτάδι ένα αστρουλάκι. «Είναι ο Σείριος;» ρώτησα ξαφνικά, μη μπορώντας να κρατηθώ, γιατί δεν ήθελα να τον ρωτήσω τίποτα. «Όχι, είναι το ίδιο αστέρι που είδες ανάμεσα στα σύννεφα, σαν γύριζες στο σπίτι», μου απάντησε το πλάσμα που με είχε πάρει. Ήξερα, πως είχε μάλλον ανθρώπινο πρόσωπο. Παράξενο πράμα, δεν τ’ αγαπούσα αυτό το πλάσμα, ένιωθα μάλιστα μια βαθιά αποστροφή. Περίμενα μια απόλυτη ανυπαρξία και μ’ αυτή την προοπτική πυροβόλησα στην καρδιά μου. Και να που βρίσκομαι στα χέρια ενός πλάσματος που δεν είναι βέβαια ανθρώπινο, το οποίο όμως είναι, υ π ά ρ χ ε ι: «Πάει να πει λοιπόν πως υπάρχει και μετά θάνατον ζωή!», σκέφτηκα, με μια παράξενη επιπολαιότητα ονείρου, η αιτία ωστόσο της λαχτάρας μου παρέμενε η ίδια μέσα μου σ’ όλο της το βάθος: «Κι αν θα πρέπει να υ π ά ρ ξ ω απ’ την αρχή, σκέφτηκα – και να ξαναζήσω σύμφωνα με την αναπόφευκτη θέληση κάποιου, τότε δε θέλω να με νικήσουν και να με ταπεινώσουν!» «Το ξέρεις πως σε φοβάμαι και γι’ αυτό με περιφρονείς;», είπα ξαφνικά στον συνταξιδιώτη μου, μη μπορώντας να κρατηθώ και να μην κάνω την ταπεινωτική αυτή ερώτηση, που περιέκλειε μέσα της και την παραδοχή και ένιωσα σαν να ‘μπηξαν καρφίτσες στην καρδιά μου, την ταπείνωσή μου. Αυτός δεν απάντησε στην ερώτησή μου. Εγώ, όμως, ένιωσα ξαφνικά πως δε με περιφρονούν μήτε και γελάνε μαζί μου, ούτε και νιώθανε συμπόνια για μένα κι ένιωσα ακόμα πως το ταξίδι μας έχει ένα σκοπό, άγνωστο και μυστηριώδη που αφορούσε μονάχα εμένα. Ο τρόμος όλο και μεγάλωνε στην καρδιά μου. Κάτι μου μεταδίδονταν βουβά, βασανιστικά όμως, απ’ τον συνταξιδιώτη μου κι έλεγες πως με διαπερνούσε. Τρέχαμε σε άγνωστα και σκοτεινά διαστήματα. Από καιρό τώρα πια, είχα πάψει να βλέπω τους γνωστούς αστερισμούς. Ήξερα πως υπάρχουν μερικά αστέρια στα ουράνια διαστήματα που οι αχτίνες τους φτάνουν στη γη μόνο ύστερ’ από χιλιάδες και εκατομμύρια χρόνια. Ίσως να είχαμε κιόλας περάσει αυτά τα διαστήματα. Κάτι περίμενα, σε μια τρομερή θλίψη που είχε καταβασανίσει την καρδιά μου. Και ξαφνικά, κάποιο γνώριμο και άπειρα ελκυστικό συναίσθημα με συντάραξε ολόκληρον: Είδα ξαφνικά τον ήλιο μας! Ήξερα πως αυτός δε μπορούσε να είναι ο δ ι κ ό ς μ α ς ήλιος, ο ήλιος που γέννησε τη δ ι κ ή μ α ς γή, και πως βρισκόμασταν τώρα σε μιαν άπειρη απόσταση απ’ τον δικό μας ήλιο, όμως, για κάποιον άγνωστο λόγο το είδα αμέσως, μ’ όλη μου την ύπαρξη, πως είναι κι αυτός ένας ήλιος ίδιος και απαράλλαχτος σαν τον δικό μας, μια επανάληψή του κι ένας σωσίας του. Ένα γλυκό, ένα ελκυστικό συναίσθημα αντήχησε ενθουσιαστικά μέσ’ στην ψυχή μου: Η μητρική δύναμη του φωτός, του ίδιου φωτός που γέννησε κι εμένα, βρήκε ανταπόκριση στην καρδιά μου και την ανάστησε κι ένιωσα ζωή, την προηγούμενη ζωή, για πρώτη φορά μέσα στον τάφο μου.
- Ω, αν αυτός είναι ο ήλιος, αν αυτός ο ήλιος είναι ίδιος κι απαράλλαχτος σαν το δικό μας, φώναξα, που είναι τότε η γη; Κι ο συνταξιδιώτης μου μου ‘δειξε ένα αστρουλάκι που λαμπίριζε στο σκοτάδι με μια λάμψη μαργαριταριού. Πετάγαμε ίσια κατά κει.
- Μα είναι δυνατόν να γίνονται τέτοιες επαναλήψεις στην οικουμένη, μπορεί ποτέ να ‘ναι αυτός ο νόμος της φύσεως, κι αν εκεί κάτω είναι η γη, μπορεί ποτέ να ‘ναι μια γη όμοια με τη δική μας... εντελώς όμοια, δυστυχισμένη, φτωχή, ανεκτίμητη όμως και πάντα αγαπημένη, μια γη που γεννάει και στα πιο αγνώμονα παιδιά της μια τόσο βασανιστική αγάπη, όπως γεννάει η δική μας γη; - φώναζα εγώ και με συντάραζε μια ακράτητη ενθουσιαστική αγάπη για κείνει τη μητρική μουμ την προηγούμενη γη που είχα εγκαταλείψει. Η μορφή του φτωχού κοριτσιού, που τόσο κακότροπα του φέρθηκα, πέρασε μπρος στα μάτια μου.
- Θα τα δείς όλα, απάντησε ο συνταξιδιώτης μου και κάποια θλίψη ακούστηκε στη φωνή του. Στο μεταξύ, ωστόσο, πλησιάζαμε γρήγορα στον πλανήτη. Όλο και μεγάλωνε στα μάτια μου και ξεχώριζα κιόλας έναν ωκεανό, το περίγραμμα της Ευρώπης και ξαφνικά, μ’ έπιασε ένα αλλόκοτο αίσθημα κάποιου μεγάλου ιερού φθόνου: «Γη μπορεί να υπάρχει, μια παρόμοια επανάληψη, αλλά γιατί; Εγώ αγαπάω, εγώ μπορεί ν’ αγαπάω μονάχα εκείνη τη γη που άφησα, τη γη όπου μείνανε οι πιτσιλιές απ’ το αίμα μου, όταν εγώ, γιομάτος αγνωμοσύνη, έσβησα τη ζωή μου μ’ ένα πυροβολισμό στην καρδιά. Όμως, ποτέ, ποτέ δεν έπαψα ν’ αγαπώ εκείνη τη γη και μάλιστα κείνη τη νύχτα, όταν την αποχωριζόμουν, ίσως-ίσως να την αγαπούσα πιο βασανιστικά από κάθε άλλη φορά. Υπάρχουν άραγε βάσανα σ’ αυτή την καινούρια γη; Στη δική μας γη μπορούμε κι αγαπάμε αληθινά μόνο με βάσανα και μόνο μέσω των βασάνων! Αλλιώτικα δεν ξέρουμε ν’ αγαπάμε και δεν ξέρουμε άλλη αγάπη. Θέλω βάσανα για ν’ αγαπήσω. Θέλω, λαχταράω τούτη τη στιγμή να φιλήσω, δακρύζοντας με μάτια βουρκωμένα, μόνο κείνη τη γη που άφησα και δε θέλω, δεν παραδέχομαι τη ζωή σε καμιά άλλη!»
Όμως, ο συνταξιδιώτης μου, μ’ είχε κιόλας αφήσει. Ξαφνικά, χωρίς να το πάρω είδηση, πως είχε γίνει, βρέθηκα να στέκομαι πάνω σε κείνη, την άλλη γη, μέσα στο λαμπερό φως μιας λιόλουστης, υπέροχης, παραδεισένιας μέρας. Βρισκόμουνα, φαίνεται σ’ ένα από κείνα τα νησιά που αποτελούν στη δική μας γη το Ελληνικό Αρχιπέλαγος ή σε καμιά παραλία της ηπείρου που βρέχεται απ’ αυτό το Αρχιπέλαγος. Ω, τα πάντα ήταν ίδια κι απαράλλαχτα, όπως και σε μας, μόνο που – έτσι μου φαινότανε – το φως έλαμπε παντού γιορταστικό, έλαμπε με κάποιον μεγάλο, ιερό θρίαμβο όπου είχε φτάσει επιτέλους η ανθρωπότητα. Η χαδιάρικη μαργαριταρένια θάλασσα πάφλαζε ήσυχα στις ακρογιαλιές και τις ασπαζόταν μ’ αγάπη, με μιαν αγάπη χειροπιαστή, ορατή, σχεδόν συνειδητή. Ψηλά. Πανέμορφα δέντρα στεκόντουσαν σ’ όλη την πολυτέλεια των χρωμάτων τους και τ’ αναρίθμητα φυλλαράκια τους, είμαι σίγουρος, με καλωσορίζανε με το ήσυχο, χαϊδευτικό τους θρόισμα κι ήταν σάμπως να προφέρνανε κάποια λόγια αγάπης. Η χλόη φλογιζόταν απ’ τα πολυχρωμα φανταχτερά, αρωματικά λουλούδια. Τα μικρά πουλιά πετάγανε κοπάδια στον αέρα και χωρίς να με φοβούνται, καθόντουσαν στους ώμους μου και τα χέρια μου και με χτυπάγανε χαρούμενα με τις αγαπημένες τους ανήσυχες μικρές φτερούγες. Τέλος, είδα και γνώρισα τους ανθρώπους αυτής της ευτυχισμένης γης. Ήρθαν μονάχοι τους κοντά μου, με τριγυρίσανε, με φιλάγανε. Παιδιά του ήλιου, παιδιά του δικού της ήλιου – ω, πόσο όμορφοι ήταν! Ποτέ δεν είδα στη δική μας γη τέτοια ομορφιά σε άνθρωπο. Μόνο ίσως στα παιδιά μας, στα πρώτα-πρώτα τους χρόνια, θα μπορούσες να βρεις μια μακρινή κι αδύναμη αντανάκλαση αυτής της ομορφιάς. Τα μάτια αυτών των ευτυχισμένων ανθρώπων, σπιθίζανε με μια ξάστερη λάμψη. Τα πρόσωπά τους λάμπανε από λογική και με κάποια συνείδηση που είχε φτάσει κιόλας στην πλήρωσή της, δηλαδή στην ηρεμία, όμως τα πρόσωπα αυτά ήταν χαρούμενα. Στα λόγια και τις φωνές αυτών των ανθρώπων, αντηχούσε η χαρά. Ω, τα κατάλαβα αμέσως όλα, όλα, με την πρώτη ματιά που τους έριξα! Αυτή εδώ ήταν μια γη που δε βρομίστηκε απ’ την αμαρτία, στη γη αυτή ζούσανε άνθρωποι αναμάρτητοι, ζούσανε σ’ ένα ίδιο παράδεισο, όπως ζήσανε, σύμφωνα με τις παραδόσεις ολόκληρης της ανθρωπότητας κι οι δικοί μας προπάτορες, που πέσανε στην αμαρτία, με μόνη τη διαφορά πως ολόκληρη η γη εδώ πέρα ήταν ένας παράδεισος. Οι άνθρωποι αυτοί, γελώντας χαρούμενα, στριμωχνόντουσαν για να με φτάσουν και με χαϊδεύανε˙ με πήρανε στα σπίτια τους και ο καθένας τους ήθελε να με παρηγορήσει. Ω, δε με ρωτήσαν τίποτα, μα ήταν σάμπως να τα ξέραν ήδη όλα, έτσι μου φαινότανε και θέλανε ν’ αποδιώξουν μιαν ώρα αρχύτερα τη βασανισμένη όψη απ’ το πρόσωπό μου.
4
Ε, λοιπόν, και πάλι σας το ξαναλέω: Ας ήταν ένα όνειρο μονάχα όλ’ αυτά! Όμως, η αίσθηση της αγάπης αυτών των αθώων και υπέροχων ανθρώπων, έμεινε μέσα μου για πάντα και νιώθω πως η αγάπη τους μεταγγίζεται και τώρα σε μένα από κει. Τους είδα με τα μάτια μου, τους γνώρισα και βεβαιώθηκα, τους αγάπησα και υπόφερα αργότερα γι’ αυτούς. Ω, το ένιωσα αμέσως, ακόμα και τότε, πως σε πολλά πράγματα δε θα τους καταλάβω καθόλου˙ όντας ένας σύγχρονος Ρώσος προοδευτικός και αχρείος Πετρουπολίτης, μου φαινόταν λόγου χάρη ακατανόητο πως αυτοί, ξέροντας τόσα πολλά, δεν είχαν τη δική μας επιστήμη. Γρήγορα όμως κατάλαβα πως η γνώση τους συμπληρωνόταν και τρεφόταν με άλλες διεισδύσεις απ’ ό,τι στη δική μας γη και πως οι επιδιώξεις τους ήταν επίσης πολύ διαφορετικές απ’ τις δικές μας. Αυτοί δε θέλανε τίποτα και ήταν ήρεμοι, αυτοί δεν πασχίζανε να γνωρίσουν τη ζωή όπως πασχίζουμε να την γνωρίσουμε εμείς γιατί η ζωή τους ήταν πλήρης. Η γνώση τους όμως ήταν βαθύτερη και ψηλότερη από τη γνώση της δικής μας επιστήμης˙ γιατί η επιστήμη μας γυρεύει να εξηγήσει τι είναι η ζωή, πασχίζει να τη συνειδητοποιήσει η ίδια για να μάθει τους άλλους να ζουν, ενώ αυτοί ξέρουν και χωρίς την επιστήμη μως να ζήσουν κι αυτό το κατάλαβα, δε μπορούσα όμως να καταλάβοω τις γνώσεις τους. Μου δείχνανε τα δέντρα τους και δεν μπορούσα να καταλάβω τον βαθμό εκείνο της αγάπης με την οποία τα κοίταζαν: Λες και μιλάγανε για πλάσματα όμοια με αυτούς. Και ξέρετε, ίσως να μην πέσω έξω αν πω πως κουβεντιάζανε με τα δέντρα! Ναι, είχαν βρει τη γλώσσα τους κι είμαι σίγουρος πως τα δέντρα τούς καταλαβαίνανε. Έτσι κοιτάζανε όλη τη φύση – τα ζώα που ζούσανε ειρηνικά μαζί τους, δεν τους κάνανε κακό και τους αγαπούσανε, νικημένα από την αγάπη των ανθρώπων. Μου δείχνανε τ’ αστέρια και μου λέγανε κάτι που δε μπορούσα να καταλάβω, είμαι σίγουρος όμως πως κατά κάποιο τρόπο έρχονταν σ’ επαφή με τ’ αστέρια τ’ ουρανού, όχι μόνο με τη σκέψη, μα μ’ έναν κάποιο ζωντανό τρόπο. Ω, οι άνθρωποι αυτοί δεν επιμένανε να να τους καταλάβω, μ’ αγαπούσανε και δίχως αυτό, απ’ την άλλη όμως μεριά το ‘ξερα κι εγώ πως δε θα με καταλάβαιναν ποτέ τους και γι’ αυτό δεν τους έκανα σχεδόν καθόλου λόγο για τη δική μας γη. Φιλούσα μονάχα μπροστά τους εκείνη τη γη όπου ζούσανε και χωρίς λόγια τους λάτρευα τους ίδιους και μ’ αφήνανε να τους λατρεύω σαν θεούς, χωρίς να ντρέπονται που τους λατρεύω, γιατί πολύ αγαπούσαν και οι ίδιοι. Δεν υποφέρανε για μένα, όταν εγώ, φιλούσα καμιά φορά δακρυσμένος τα πόδια τους, ξέροντας χαρούμενα μέσα στην καρδιά μου, με τι δύναμη αγάπης θα μου το ανταποδώσουν. Ήταν φορές που αναρωτιόμουνα απορημένος: πως μπορέσανε και δεν είχαν προσβάλει τόσο καιρό έναν άνθρωπο σαν και μένα, πως μπορέσανε και δεν κάναν μήτε μια φορά έναν άνθρωπο σαν και μένα να τους ζηλέψει και να τους φθονήσει; Πολλές φορές αναρωτιόμουνα πως μπορούσα εγώ, ο καυχησιάρης κι ο ψεύτης, να μην τους κάνω λόγο για τις γνώσεις μου που αυτοί φυσικά δεν τις υποπτευόντουσαν καν, πως γινόταν και δεν είχα καμιά επιθυμία να τους καταπλήξω μ’ αυτές τις γνώσεις, ή να τους μιλήσω γι’ αυτές έστω και μόνο απ’ αγάπη; Αυτοί, ήταν όλοι τους ζωηροί και εύθυμοι σαν παιδιά. Τριγυρίζανε στα υπέροχα λιβάδια και τα δάση τους, τραγουδάγανε τα θεσπέσια τραγούδια τους, τρεφόντουσαν με τους καρπούς των δέντρων τους, με το μέλι των δασών τους και το γάλα των ζώων που τους αγαπούσαν. Για την τροφή και τα ρούχα τους κοιτάζανε πολύ λίγο. Είχαν έρωτες και γεννούσαν παιδιά, ποτέ μου όμως δεν είδα να ‘χουν τα ξεσπάσματα εκείνα της σ κ λ η ρ ή ς ηδυπάθειας που τους πιάνει σχεδόν όλους τους δικούς μας στη Γη, όλους μέχρι τον τελευταίο και είναι η μοναδική πηγή όλων σχεδόν των αμαρτημάτων της δικής μας ανθρωπότητας. Σαν γεννιόντουσαν τα παιδιά, οι άνθρωποι εκείνοι χαιρόντουσαν, γιατί θα ήταν κι άλλοι τώρα που θα συμμετείχαν στην ευδαιμονία τους. Δεν τους τύχαινε ποτέ να μαλώσουν και δεν τους χώριζε καμιά ζήλεια κι ούτε καν καταλαβαίνανε, τι σημαίνουν αυτές οι λέξεις. Τα παιδιά ήταν παιδιά όλων τους, γιατί όλοι τους αποτελούσαν μια οικογένεια. Δεν είχαν σχεδόν καθόλου αρρώστιες, μ’ όλο που υπήρχε θάνατος˙ οι γέροι τους όμως πεθαίνανε ειρηνικά, σα να τους έπαιρνε ο ύπνος, τριγυρισμένοι απ’ τους ανθρώπους που τους αποχαιρετούσαν, ευλογώντας τους, χαμογελώντας τους και βλέποντας τα δικά τους χαμόγελα, σαν καλό κατευόδιο. Θλίψη και δάκρυα δεν είδα ποτέ μου, τέτοιες στιγμές, μόνο μια αγάπη υπήρχε, μια αγάπη που θα ‘λεγε κανείς πως πολλαπλασιάστηκε κι έφτασε ως τον ενθουσιασμό, μα ως έναν ενθουσιασμό ήρεμο, πλήρη, έναν ενθουσιασμό που είχε φτάσει ως το βάθος και την ουσία των πραγμάτων. Θα μπορούσε κανείς να σκεφτεί πως δε χάνανε την επαφή τους με τους πεθαμένους και η γήινη ενότητα ανάμεσά τους δεν έπαυε να υπάρχει μήτε μετά το θάνατο. Τους ήταν σχεδόν αδύνατο να με καταλάβουν όταν τους ρώτησα, για την αιώνια ζωή, μα ήταν φανερό πως την πιστεύανε τόσο πολύ χωρίς να το ‘χουν σκεφτεί, ώστε δεν τους είχε απασχολήσει ποτέ σαν πρόβλημα.
Δεν είχανε ναούς, είχαν όμως κάποια ζωντανή, χειροπιαστή και αδιάκοπη συνάντηση με το Όλον της οικουμένης˙ δεν είχανε πίστη, είχαν όμως την πλήρη γνώση πως όταν πληρωθεί η γήινη χαρά τους ως τα φυσικά γήινα όρια, τότε θα ‘ρθει γι’ αυτούς, και για τους ζωντανούς και για τους πεθαμένους, μια ακόμα πλατύτερη συνάντηση με το Όλον της οικουμένης. Την περιμένανε αυτή τη στιγμή με χαρά, χωρίς να βιάζονται όμως, χωρίς να τη νοσταλγούνε με πόνο, μα σάμπως να την είχαν κιόλας μέσ’ στις προαισθήσεις της καρδιάς τους, που τις κάνανε γνωστές ο ένας στον άλλον. Τα βράδια, σαν τραβιόντουσαν να πάνε να κοιμηθούν, τους άρεσε να τραγουδάνε όλοι μαζί, σε καλά ταιριασμένες και σύμφωνες χορωδίες. Σ’ αυτά τα τραγούδια εκφράζανε όλα τα συναισθήματα, που τους είχε αφήσει η μέρα που πέρασε και την ευλογούσανε αυτή τη μέρα και την αποχαιρετάγανε. Υμνούσανε τη φύση, τη γη, τη θάλασσα, τα δάση. Τους άρεσε να ταιριάζουν τραγούδια ο ένας για τον άλλο σαν παιδιά. Ήταν τα πιο απλά τραγούδια που άκουσα ποτέ μου, βγαίνανε όμως απευθείας απ’ την καρδιά και φτάναν άμεσα στην καρδιά του άλλου. Μα δεν ήταν μόνο στα τραγούδια˙ θα ‘λεγε κανείς πως και στη ζωή τους ολάκερη, δεν κάνανε άλλο παρά να καμαρώνουν ο ένας τον άλλο. Λες κι ήταν ερωτευμένοι ο ένας με τον άλλο – ήταν ένας έρωτας ολοκληρωτικός και συλλογικός. Ήταν και μερικά τραγούδια τους, πανηγυρικά και θριαμβευτικά που δεν τα καταλάβαινα καθόλου. Μ’ όλο που καταλάβαινα τα λόγια, δε μπόρεσα ποτέ να νιώσω ολόκληρη τη σημασία τους. Η σημασία αυτή έμενε λες απρόσιτη για το μυαλό μου, η καρδιά μου όμως σάμπως να διαποτιζότανε απ’ αυτή τη σημασία αυτόματα κι όλο και περισσότερο. Τους έλεγα συχνά πως όλα αυτά τα προαισθανόμουνα από καιρό τώρα πια, πως όλη αυτή τη χαρά και τη δόξα, την ένιωθα στη δική μας ακόμα γη σαν μια ελκυστική μελαγχολία που έφτανε ώρες – ώρες σε ανυπόφορη θλίψη˙ πως τους προαισθανόμουνα όλους τους και τη δόξα τους στα όνειρα της καρδιάς μου και στα ονειροπολήματα του μυαλού μου, πως συχνά μου ήταν αδύνατο να κοιτάξω τον ήλιο που βασίλευε, εκεί στη Γη μας, χωρίς να κλάψω... Πως, μέσα στο μίσος μου, για τους ανθρώπους της δικής μας γης, υπήρχε πάντα η θλίψη: Γιατί να μη μπορώ να τους μισώ, χωρίς να τους αγαπάω, γιατί να μη μπορώ παρά να τους συγχωρώ πάντα; Και στην αγάπη μου γι’ αυτούς, υπήρχε η άλλη θλίψη: Γιατί να μη μπορώ να τους αγαπάω χωρίς να τους μισώ; Αυτοί με ακούγανε και το ‘βλεπα πως δε μπορούσανε να φανταστούν αυτό που τους έλεγα: Το ‘ξερα πως καταλαβαίνουν όλη τη δύναμη της θλίψης μου και της νοσταλγίας μου για κείνους που εγκατέλειψα. Ναι, όταν με κοιτάζανε με το τρυφερό, με το ποτισμένο μ’ αγάπη βλέμμα τους, ένιωθα πως μαζί τους κι η δική μου καρδιά γινότανε το ίδιο αθώα και αληθινή σαν τις δικές τους καρδιές, έτσι που κι εγώ δε λυπόμουνα που δεν τους καταλαβαίνω. Η ανάσα μου κοβόταν απ’ την αίσθηση της πληρότητας της ζωής και προσευχόμουνα σιωπηλά σ’ αυτούς.
Ω, τώρα όλοι γελάνε και με κοροϊδεύουνε κατάμουτρα και με βεβαιώνουν, πως μήτε και στο όνειρο δεν είναι δυνατό να δει κανείς τέτοιες λεπτομέρειες, σαν αυτές που λέω τώρα, μου λένε πως στ’ όνειρο μου είδα κι ένιωσα κάτι που γέννησε η δική μου η καρδιά μες στο παραμιλητό της και τις λεπτομέρειες τις σοφίστηκα εγώ ο ίδιος αργότερα όταν ξύπνησα. Κι όταν τους αποκάλυψα πως ίσως πράγματι έτσι είχε γίνει – θεέ μου πως χαχανίζανε και γελάγανε και τι κέφι ήταν εκείνο που σπάζανε μαζί μου! Ω, ναι, και βέβαια, με είχε απλώς κυριαρχήσει η αίσθηση εκείνου του ονείρου και μόνο αυτό διασώθηκε μετά στην πληγωμένη, την καταματωμένη μου καρδιά: Παρόλαυτα, οι πραγματικές μορφές και οι εικόνες του ονείρου μου, δηλαδή θέλω να πω, εκείνες που είδα πραγματικά την ώρα που ονειρευόμουνα, οι μορφές αυτές ήταν τόσο πλήρεις αρμονίας, ήταν τόσο γοητευτικές και υπέροχες, τόσο αληθινές, που όταν ξύπνησα, δε μπόρεσα φυσικά να τις ενσαρκώσω με τις φτωχές μας λέξεις, έτσι που θα πρέπει ν’ αρχίζανε να σβήνουν μέσ’ στο μυαλό μου και κατά συνέπεια, δεν αποκλείεται ν’ αναγκάστηκα εκ των υστέρων να σοφιστώ διάφορες λεπτομέρειες και – αυτό εννοείται – τις διαστρέβλωσα, ιδιαίτερα επειδή με φλόγιζε τόσο πολύ η επιθυμιά να τις εκφράσω και να τις πω στους άλλους, έστω και λειψά. Πως όμως μπορώ να μην πιστεύω πως όλ’ αυτά γίνανε; Γίνανε ίσως χίλιες φορές καλύτερα, πιο φωτεινά και πιο χαρούμενα, απ’ ό,τι τα διηγιέμαι. Ας είναι όνειρο, όλ’ αυτά όμως δε μπορεί να μη γίνανε. Ξέρετε κάτι; Θα σας πω ένα μυστικό: Όλ’ αυτά, ίσως να μην ήταν καθόλου όνειρο! Γιατί συνέβη ένα κάτι, ένα κάτι τόσο φριχτά αληθινό, που δεν θα μπορούσα ποτέ να το ‘χω δει σε όνειρο. Ας δεχτούμε πως τ’ όνειρο το γέννησε η καρδιά μου, μα είναι ποτέ δυνατό να μπόρεσε μόνη της η καρδιά μου να γέννησε εκείνη τη φρικτή αλήθεια, που μου ‘τυχε αργότερα; Πως θα μπορούσα εγώ μοναχός μου να το σοφιστώ ή να το ονειρευτώ με την καρδιά μου; Είναι ποτέ δυνατό η μικρή μου καρδιά και το ιδιότροπο, ανάξιο λόγου, μυαλό μου, είναι ποτέ δυνατό να υψώθηκαν μέχρι μια τέτοια αποκάλυψη της αλήθειας; Ω, κρίνετε μόνοι σας: Ως τα τώρα το ‘κρυβα, τώρα όμως θα την πω κι αυτήν την αλήθεια, ως το τέλος. Να, τι συμβαίνει. Εγώ... τους διέφθειρα όλους.
5
Και, ναι, το αποτέλεσμα ήταν να τους διαφθείρω όλους! Πως μπόρεσε κι έγινε αυτό, δεν ξέρω, το θυμάμαι όμως καθαρά. Το όνειρο κράτησε τάχα χιλιετηρίδες, εμένα όμως μου άφησε την αίσθηση, πως όλα γίνανε συνέχεια. Το μόνο που ξέρω ήταν πως ήμου εγώ η αιτία που οι άνθρωποι εκείνοι αμαρτήσανε. Κι ένιωθα – παρακαλώ πιστέψτε με – σαν ένα μικρόβιο πανούκλας που μολύνει ολόκληρα κράτη, πως έτσι μόλυνα με την παρουσία μου όλη εκείνη την ευτυχισμένη, την αναμάρτητη πριν από μένα Γη. Οι άνθρωποί της μάθανε να λένε ψέματα, αγαπήσανε το ψέμα και μάθανε την ομορφιά που έχει το ψέμα. Ω, όλ’ αυτά μπορεί ν’ αρχίσανε α θ ώ α, από ένα αστείο, από μια κοκεταρία, από ένα ερωτικό παιχνίδι, ίσως ν’ αρχίσανε, στ’ αλήθεια, από ένα ελάχιστο μικρόβιο, όμως αυτό το μικρόβιο της ψευτιάς, εισχώρησε στις καρδιές τους και τους άρεσε. Από κει κι ύστερα, γρήγορα γεννήθηκε η φιληδονία, η φιληδονία γέννησε τη ζήλεια, η ζήλεια τη σκληρότητα... Ω, δεν ξέρω, δε θυμάμαι, γρήγορα όμως, πολύ γρήγορα χύθηκε το πρώτο αίμα. Οι άνθρωποι απόρησαν και νιώσανε φρίκη κι αρχίσανε να χωρίζουνε, να απομονώνονται. Εμφανίστηκαν οι ενώσεις, που τώρα όμως κονταροχτυπιόντουσαν μεταξύ τους. Άρχισαν τα παράπονα και οι φοβέρες. Οι άνθρωποι εκείνοι γνωρίσανε τη ντροπή και ανυψώσανε τη ντροπή σε ευεργεσία. Γεννήθηκε η έννοια της τιμής και κάθε ένωση σήκωσε τη δική της σημαία. Αρχίσανε και βασανίζανε τα ζώα και τα ζώα φύγανε από κοντά τους και πήγανε στα δάση και έγιναν εχθροί τους. Άρχισε ο αγώνας για το διαχωρισμό, για την ιδιομορφία, την προσωπικότητα, για το δικό σου και το δικό μου. Αρχίσανε να μιλάνε διάφορες γλώσσες. Γνωρίσανε τον πόνο και αγαπήσανε τον πόνο, λαχταρήσανε τα μυστήρια και λέγανε πως την Αλήθεια τη φτάνει κανείς μόνο με το μαρτύριο. Τότε εμφανίστηκε η επιστήμη. Όταν γίνανε κακοί, αρχίσανε να μιλάνε για την αδερφότητα και τον ανθρωπισμό και καταλάβανε αυτές τις ιδέες. Όταν γίνανε εγκληματικοί, εφεύραν τη δικαιοσύνη και συντάξανε ολόκληρους κώδικες για να διαφυλάξουν τη δικαιοσύνη και για την εξασφάλιση των κωδίκων, βάλανε τη γκιλοτίνα στις πλατείες. Μόλις που θυμόντουσαν εκείνο που είχανε χάσει, ούτε θέλανε καν να το πιστέψουν, πως κάποτε ήταν ευτυχισμένοι. Γελάγανε μάλιστα αν τους έλεγε κανείς πως είναι πιθανό να υπήρξε αυτό το παρελθόν και ονόμαζαν την παλιά τους ευτυχία, ευσεβείς πόθους. Δε μπορούσανε καν να τη φανταστούνε αυτή την ευτυχία με μορφή και εικόνες, όμως – πράγμα παράξενο και θαυμαστό – έχοντας χάσει κάθε πίστη στην προηγούμενη ευτυχία, έχοντάς την ονομάσει παραμύθι, τόσο πολύ λαχταρήσανε να ξαναγίνουν αθώοι κι ευτυχισμένοι πάλι, που ενδώσανε στις επιθυμίες της καρδιάς τους σαν παιδιά, θεοποιήσανε αυτή την επιθυμία, χτίσανε ναούς κι αρχίσανε να προσεύχονται στην ίδια τη δική τους την ιδέα, στην ίδια τη δική τους «επιθυμία», πιστεύοντας ταυτόχρονα εντελώς πως λαχταράνε κάτι απραγματοποίητο κι ανεκπλήρωτο, κι όμως το θεοποιούσανε με δάκρυα στα μάτια και το προσκυνάγανε. Κι ωστόσο, αν θα ‘τανε ποτέ δυνατό να γυρίσουν σε κείνη την αθώα κι ευτυχισμένη τους κατάσταση, που είχανε, κι αν βρισκόταν άξαφνα κανένας που να τους έδειχνε την παλιά τους ζωή και να τους ρωταγε: Θέλουν να ξαναγυρίσουν σ’ αυτήν; - τότε σίγουρα θα λέγανε όχι. Μου απαντούσαν: «Ας είμαστε ψεύτες, κακοί και άδικοι, το ξ έ ρ ο υ μ ε αυτό και κλαίμε που έτσι είμαστε και τυραννούμε οι ίδιοι τον εαυτό μας για τιμωρία και βασανιζόμαστε πολύ περισσότερο ίσως απ’ ό,τι θα μας τιμωρούσε εκείνος ο φιλεύσπλαχνος Κριτής, που θα μας δικάσει και που δεν ξέρουμε το όνομά του. Έχουμε όμως την επιστήμη και με αυτήν θα ξαναβρούμε την αλήθεια, τότε όμως, θα τη δεχτούμε συνειδητά. Η γνώση είναι ανώτερη απ’ τα αισθήματα, η συνείδηση της ζωής, ανώτερη από τη ζωή. Η επιστήμη θα μας δώσει τη σοφία, η σοφία θα αποκαλύψει τους νόμους και η γνώση των νόμων της ευτυχίας είναι ανώτερη από την ευτυχία.» Να τι λέγανε, κι ύστερα από τέτοια λόγια, ο καθένας αγάπησε τον εαυτό του πιο πολύ απ’ όλους, μα ούτε και μπορούσανε να κάνουν διαφορετικά. Ο καθένας τους έγινε τόσο εγωιστής και θαύμαζε τόσο την προσωπικότητά του, που έκανε ό,τι του πέρναγε από το χέρι για να ταπεινώσει και να μικρύνει την προσωπικότητα του άλλου˙ ο θάνατός σου η ζωή μου. Εμφανίστηκε η δουλεία, εμφανίστηκε μάλιστα η εθελοντική δουλεία: Οι αδύνατοι υποτάσσονται πρόθυμα στους δυνατότερους με μοναδικό σκοπό να τους βοηθήσουν να υποτάξουν όσους ήταν πιο αδύναμοι απ’ αυτούς. Εμφανίστηκαν προφήτες που έρχονταν σ’ αυτούς τους ανθρώπους και τους μιλάγανε για την περηφάνια τους, τους λέγανε πως χάσανε το μέτρο και την αρμονία, πως γίνανε ξεδιάντροποι. Όλους αυτούς τους κοροϊδεύανε ή τους λιθοβολούσανε. Το άγιο αίμα χυνόταν στα κατώφλια των ναών. Από την άλλη μεριά, αρχίσανε και εμφανίζονταν άνθρωποι, που βάλθηκαν να βρούνε τρόπο, πως να ενωθούνε ξανά όλοι, έτσι, που ο καθένας, χωρίς να πάψει να αγαπάει τον εαυτό του περισσότερο απ’ όλους, να μην εμποδίζει τους άλλους και να ζήσουν όλοι μαζί σα να ήταν μια κοινωνία, χωρίς διαφωνίες. Ολόκληροι πόλεμοι γίνανε εξαιτίας αυτής της ιδέας. Όλοι όσοι πολεμάγανε, πιστεύανε ταυτόχρονα, ακράδαντα, πως η επιστήμη, η σοφία και το ένστικτο της αυτοσυντήρησης, θ’ αναγκάσει τελικά τον άνθρωπο να ενωθεί σε μια ομονοούσα και λογική κοινωνία και γι’ αυτό, προς το παρόν, για να επισπεύσουν τα πράγματα, οι «σοφοί» πασχίζανε να εξολοθρέψουν μια ώρα αρχύτερα τους «άσοφους» κι όσους δεν καταλάβαιναν την ιδέα τους για να μη στέκουν εμπόδιο στο θρίαμβό τους. Όμως, το ένστικτο της αυτοσυντήρησης άρχισε κι αδυνάτιζε γρήγορα, εμφανίστηκαν άνθρωποι περήφανοι και φιλήδονοι, που τα ζήτησαν αμέσως όλα ή τίποτα. Για να τ’ αποκτήσουν όλα, καταφεύγανε στο έγκλημα κι αν δεν τα κατάφερναν στην αυτοκτονία. Εμφανίστηκαν θρησκείες με το δόγμα της ανυπαρξίας και της αυτοκαταστροφής, χάριν της αιώνιας γαλήνης στο απόλυτο τίποτα. Τελικά οι άνθρωποι αυτοί κουραστήκανε απ’ τον άσκοπο μόχθο και τα πρόσωπά τους γίνανε βασανισμένα και οι άνθρωποι αυτοί είπαν, πως τα βάσανα είναι ομορφιά, γιατί μόνο το βάσανο έχει κάποιο νόημα. Άρχισαν να υμνούν το μαρτύριο στα τραγούδια τους. Εγώ περπάταγα ανάμεσά τους, συστρέφοντας τα χέρια μου κι έκλαιγα γι’ αυτούς, τους αγαπούσα όμως πολύ περισσότερο, ίσως από πριν, όταν τα πρόσωπά τους δεν είχαν ακόμα τη σφραγίδα του μαρτυρίου κι ήταν αθώοι και τόσο υπέροχα όμορφοι. Αγάπησα τη γη τους που τη βρομίσανε οι ίδιοι, την αγάπησα πολύ περισσότερο απ’ όσο όταν ήταν παράδεισος, μόνο και μόνο για το λόγο πως τώρα στη γη αυτή, εμφανίστηκε ο πόνος. Αλίμονο, πάντα μου αγαπούσα τον πόνο και τη θλίψη, για κείνους όμως έκλαιγα και τους λυπόμουνα. Τους άπλωνα τα χέρια μου και κατηγορούσα απελπισμένος τον εαυτό μου, τον καταριόμουνα και τον περιφρονούσα. Τους έλεγα, πως όλ’ αυτά τα έκανα εγώ, μόνο εγώ˙ πως ήμουν εγώ που τους έφερα τη διαφθορά, το μόλεμα και το ψέμα! Τους ικέτευα να με σταυρώσουν, τους μάθαινα πως να φτιάξουν το σταυρό. Δε μπορούσα και δεν είχα τη δύναμη να σκοτώσω μοναχός τον εαυτό μου, ήθελα όμως να δεχτώ το μαρτύριο απ’ τα χέρια τους, λαχταρούσα το μαρτύριο, λαχταρούσα να χυθεί όλο μου το αίμα σ’ αυτά τα μαρτύρια ως την τελευταία του σταγόνα. Αυτοί όμως γελάγανε μονάχα μαζί μου και τελικά αρχίσανε να με παίρνουν για παλαβό. Με δικαιολογούσαν, μου λέγανε πως πήρανε απλούστατα κείνο, που οι ίδιοι τους ποθούσαν και πως όλα όσα υπάρχουν τώρα, δε μπορούσαν να μη γίνουν. Τελικά μου εξηγήσανε πως καταντούσα επικίνδυνος γι’ αυτούς και θα με κλείσουν στο φρενοκομείο, αν δε σωπάσω. Τότε, η θλίψη άδραξε την ψυχή μου με τέτοια δύναμη, με τόση δύναμη, που η καρδιά μου σφίχτηκε κι ένιωσα πως θα πεθάνω και τότε... ε, ναι, τότε ήταν που ξύπνησα.
Ήταν κιόλας πρωί, ή μάλλον δεν είχε χαράξει ακόμα, ήταν όμως περίπου έξι η ώρα. Ξύπνησα καθισμένος στην ίδια πολυθρόνα, το κερί μου είχε καεί όλο, στου λοχαγού κοιμόντουσαν, και γύρω μου βασίλευε μια σπάνια, για το σπίτι μας, ησυχία. Το πρώτο που έκανα ήταν να πετατώ απάνω κατάπληχτος˙ ποτέ ως τότε δε μου ‘χε συμβεί τίποτα παρόμοιο, ακόμα και στα μικροπράγματα και τις λεπτομέρειες. Ποτέ δεν μ’ είχε πάρει έτσι, λόγου χάρη, ο ύπνος καθισμένο στην πολυθρόνα. Και τότε, ξαφνικά, καθώς στεκόμουν και συνερχόμουνα, έπεσε ξάφνου το μάτι μου στο περίστροφο, που βρισκόταν μπροστά μου, έτοιμο και γεμάτο, όμως εγώ το ‘κανα, αμέσως, πέρα! Ω, τώρα λαχταρούσα να ζήσω, να ζήσω όσο γίνεται περισσότερο! Σήκωσα τα χέρια μου κι έκανα μια επίκληση στην αιώνια Αλήθεια. Δεν έκανα έκκληση, μα άρχισα να κλαίω. Ένας ενθουσιασμός, ένας ανείπωτος ενθουσιασμός φτέρωνε όλη μου την ύπαρξη. Ναι, να ζήσω και να κάνω κήρυγμα! Το κήρυγμα τ’ αποφάσισα κείνη την ίδια στιγμή και φυσικά, για όλη μου τη ζωή! Πάω να κηρύξω, θέλω να κηρύξω – τι; Την Αλήθεια, γιατί την είδα, την είδα με τα μάτια μου, είδα όλη της τη δόξα!
Και, να, από κείνη την ώρα κάνω κήρυγμα! Εκτός απ’ αυτό, τους αγαπώ όλους όσοι γελάνε μαζί μου, περισσότερο απ’ όλους τους άλλους τους αγαπώ. Γιατί γίνεται αυτό; - δεν το ξέρω και δε μπορώ να το εξηγήσω, όμως, ας μείνει έτσι. Μου λένε πως από τώρα κιόλας τα μπερδεύω, δηλαδή, θέλουν να πουν, μια κι από τώρα τα ‘χω μπερδέψει, τι θα γίνει αργότερα; Θα πω την πάσα αλήθεια: Ναι, τα μπερδεύω κι ίσως αργότερα θα χάνω ακόμα χειρότερα τα λόγια μου. Μα είναι φυσικό να μπερδευτώ αρκετές φορές, ώσπου να βρω, πως πρέπει να κάνω το κήρυγμα, δηλαδή, θέλω να πω, με τι λόγια και τι έργα, γιατί είναι πολύ δύσκολο. Και τώρα ακόμα, τα βλέπω όλα πεντακάθαρα σαν ηλιόλουστη μέρα, όμως, ακούστε, και ποιος δε χάνει τα λόγια του! Κι όμως, παρόλαυτα, όλοι τραβάνε για τον ίδιο σκοπό, ή τουλάχιστο, όλοι πασχίζουν να φτάσουν στο ίδιο τέρμα, απ’ το σοφό, ως τον τελευταίο ληστή, μόνο που έχουν πάρει διαφορετικούς δρόμους. Είναι παλιά η αλήθεια αυτή, να τι καινούριο έχει όμως: Όπως και να ‘χει το πράμα, μου είναι αδύνατο να μπερδευτώ και πολύ. Θα βρω το δρόμο μου γιατί την είδα την Αλήθεια, την είδα και ξέρω, πως οι άνθρωποι μπορούν να νιώσουν πεντάμορφοι κι ευτυχισμένοι, χωρίς να χάσουν την ικανότητά τους, να ζούνε στη γη. Δε θέλω και δε μπορώ να πιστέψω, πως η κακία είναι η φυσική κατάσταση του ανθρώπου. Κι όμως, αυτοί, ας γελάνε μαζί μου, είναι ίσα ίσα γιατί πιστεύω αυτό που είπα. Μα, πως μπορώ να μην το πιστέψω; Εγώ την είδα την Αλήθεια – όχι πως την εφεύρα με το μυαλό μου, μα την είδα και η ζ ω ν τ α ν ή μ ο ρ φ ή της πλημμύρισε για πάντα την ψυχή μου. Την είδα σε μια τόσο τέλεια πληρότητα, που δεν ήταν δυνατόν να την είχαν οι άνθρωποι. Και, λοιπόν, πως μπορώ να μπερδευτώ; Θα παραστρατήσω, φυσικά, αρκετές φορές μάλιστα και θ’ αρχίσω πιθανότατα να μιλάω με ξένες λέξεις, όμως αυτό δε θα κρατήσει πολύ. Η ζωντανή μορφή εκείνου που είδα, θα είναι πάντα μαζί μου και πάντα θα με διορθώνει και θα με καθοδηγεί. Ω, είμαι καλός, είμαι νέος και προχωράω, προχωράω, κι είμαι έτοιμος να βαδίζω, έστω και χίλια χρόνια. Ξέρετε, στην αρχή μου πέρασε μάλιστα η σκέψη να το κρύψω, πως εγώ τους διέφθειρα όλους, όμως αυτό ήταν λάθος – να το κιόλας το πρώτο λάθος! – Η Αλήθεια όμως μου ψυθίρισε, πως λ έ ω ψ έ μ α τ α και με φύλαξε και με καθοδήγησε. Όμως, πως να τον φτιάξουμε τον παράδεισο; Δεν ξέρω, γιατί δε μπορώ να το εκφράσω με λέξεις. Ύστερα απ’ το όνειρό μου, έχασα τις λέξεις. Τουλάχιστον, τις κυριότερες λέξεις, τις πιο αναγκαίες. Όμως, ας είναι κι έτσι: Θα πάρω το δρόμο και θα κηρύσσω συνεχώς, ακούραστα, γιατί όπως και να ‘ναι, το είδα με τα μάτια μου, μ’ όλο πυ δεν ξέρω να εκφράσω ακριβώς τι είδα. Όμως, αυτό είναι ίσα-ίσα που δε μπορούν να καταλάβουν αυτοί που με κοροϊδεύουν: «Ένα όνειρο, είδες, άνθρωπέ μου, παραλήρημα ήταν, παραίσθηση». Ε! Μεγάλη η σοφία τους, μα την αλήθεια! Κι όμως, αυτοί φουντώνουν από την περηφάνεια τους! Όνειρο; Τι θα πει όνειρο; Και μήπως η ζωή μας δεν είναι όνειρο; Εγώ θα πλειοδοτήσω: Ας μην πραγματοποιθεί ποτέ, ας μη γίνει ποτέ να υπάρξει παράδεισος, (αυτό δα το καταλαβαίνω και μόνος μου!) – ε, ας είναι. Λοιπόν, εγώ, παρόλαυτα, θα κάνω το κήρυγμά μου. Κι ωστόσο, τόσο απλά είν’ όλ’ αυτά: Σε μια μέρα, μήτε, σ ε μ ι α μ ο ν ά χ α ώ ρ α – όλα θα ταχτοποιόντουσαν αμέσως! Το κυριότερο – αγάπα τον πλησίον σου, ως εαυτόν, να πιο είναι το κυριότερο, κι αυτό είναι όλο, δε χρειάζεται τίποτα, απολύτως τίποτ’ άλλο: Μ’ αυτό μονάχα, θα βρεις αμέσως πως θα γίνει ο παράδεισος. Κι ωστόσο, αυτή είναι μια παλιά αλήθεια, που την επαναλάβανε και τη διαβάσανε δισεκατομμύρια φορές, μα να, που δεν καρποφόρησε! «Η συνείδηση της ζωής είναι ανώτερη απ’ τη ζωή, η γνώση των νόμων της ευτυχίας, ανώτερη από την ευτυχία». Να, αυτό πρέπει να καταπολεμήσουμε! Και θα το κάνω. Φτάνει μονάχα να το θελήσουν όλοι, κι αμέσως θα ταχτοποιηθούνε όλα.
Όσο για κείνο το μικρό κοριτσάκι, το βρήκα... Και θα βαδίσω το δρόμο μου, ναι, θα βαδίσω!
Είμαι ένας γελοίος. Οι άλλοι με λένε τώρα τρελό. Αυτός θα ήταν ένας προβιβασμός, αν δεν ήμουνα γι’ αυτούς το ίδιο γελοίος, όπως και πρώτα. Όμως, τώρα πια δε θυμώνω, τώρα τους αγαπάω όλους, κι όταν γελάνε μαζί μου – τότε είναι που δεν ξέρω γιατί, μα τους αγαπάω ακόμα περισσότερο. Θα γέλαγα κι εγώ ο ίδιος παρέα μ’ αυτούς, όχι πως θα κορόιδευα τον εαυτό μου, μα γιατί θα τους αγαπούσα, αν δε θλιβόμουν τόσο κοιτάζοντάς τους. Θλίβομαι, γιατί δεν ξέρουν την αλήθεια, ενώ εγώ την ξέρω την αλήθεια. Ωχ, τι αβάσταχτο που είναι να ξέρεις μοναχός σου την αλήθεια! Όμως, αυτοί δε θα το καταλάβουν τούτο που λέω. Όχι, δε θα το καταλάβουν.
Πρώτα, μ’ έπιανε μεγάλη στεναχώρια που φαινόμουν γελοίος. Δε φαινόμουνα, ήμουν. Ήμουν πάντα μου γελοίος και το ξέρω ίσως-ίσως απ’ τη στιγμή που γεννήθηκα. Δεν αποκλείεται, εφτά χρονών, να το ‘ξερα κιόλας πως είμαι γελοίος. Ύστερα σπούδασα στο σχολείο, μετά στο πανεπιστήμιο και τ’ αποτέλεσμα; Όσο περισσότερο σπούδαζα, τόσο το μάθαινα πως είμαι γελοίος. Έτσι που για μένα, όλη η πανεπιστημιακή μου μόρφωση, λες και δεν είχε άλλον προορισμό, παρά να μου αποδείχνει και να μου εξηγεί – καθώς εμβάθυνα στην επιστήμη – πως είμαι γελοίος και γιατί είμαι γελοίος. Ό,τι γινόταν με την επιστήμη, το ίδιο γινόταν και με τη ζωή. Και τον κάθε χρόνο που πέρναγε, πλάταινε και ρίζωνε μέσα μου η συνείδηση πως το ύφος μου είναι γελοίο απ’ όλες τις απόψεις. Όλοι γελάγανε μαζί μου, παντού και πάντοτε. Δεν το ‘ξερε όμως κανένας τους, μήτε το μάντευε πως αν υπήρχε άνθρωπος στον κόσμο που να ξέρει καλύτερα απ’ όλους πως είμαι γελοίος, τότε ο άνθρωπος αυτός ήμουν εγώ ο ίδιος κι αυτό ίσα-ίσα ήταν που με πίκραινε περισσότερο απ’ όλα, το ότι δηλαδή δεν το ξέρανε αυτό, το φταίξιμο όμως ήταν δικό μου: Ήμουνα πάντα μου τόσο περήφανος που για τίποτα στον κόσμο και ποτέ δεν θέλησα να παραδεχτώ σε κανένα πόσο είμαι γελοίος. Αυτή η περηφάνεια μεγάλωνε μέσα μου με τα χρόνια, κι αν συνέβαινε ποτέ να το ξομολογηθώ, σ’ όποιον και να ‘ταν πως είμαι γελοίος, μου φαίνεται πως τότε, το ίδιο κιόλας βράδυ, αμέσως και επιτόπου, θα τίναζα τα μυαλά μου στον αέρα μ’ ένα περίστροφο. Ω, πόσα βάσανα πέρασα στην παιδική μου ηλικία με τη σκέψη πως δε θα μπορέσω να κρατηθώ και θα τ’ ομολογήσω ξαφνικά μοναχός μου στους φίλους μου. Μα από τότε που ανδρώθηκα, μ’ όλο που πιστοποιούσα χρόνο με το χρόνο τη φριχτή μου ταυτότητα, έγινα, για κάποιο λόγο, κάπως ηρεμότερος. Αυτό ίσα-ίσα θέλω να πω: Για κάποιο λόγο, , γιατί κι ως τα τώρα ακόμα, δε μπορώ να το καθορίσω ποια ακριβώς ήταν η αιτία. Ίσως επειδή άρχισε κι αβγάταινε μες στην ψυχή μου μια τρομερή μελαγχολία εξαιτίας μιας διαπίστωσης που είχα κάνει και δεν ήμουν πια σε θέση ν’ απαλλαγώ από δαύτην – θέλω να πω για την πεποίηση που απόχτησα, πως παντού στον κόσμο τίποτα δ ε ν έ χ ε ι σ η μ α σ ί α. Το προαισθανόμουν αυτό από πολύν καιρό, βεβαιώθηκα όμως εντελώς, μόλις τον τελευταίο χρόνο, κάπως άξαφνα. Ένιωσα άξαφνα, πως τ ο ί δ ι ο θ α μ ο υ ‘κ α ν ε αν υπήρχε κόσμος ή αν δεν υπήρχε τίποτα πουθενά. Άρχισα ν’ ακούω και να νιώθω μ’ όλη μου την ύπαρξη πως δ ε ν υ π ή ρ χ ε τ ί π ο τ α γύρω μου. Στην αρχή μου φαινόταν πως αν δεν υπήρχε τίποτα τώρα, υπήρξαν ωστόσο πάμπολλα στο παρελθόν, ύστερα όμως κατάλαβα πως και πριν από μένα δεν υπήρξε τίποτα, μόνο που για κάποιον άγνωστο λόγο μου φαινόταν πως υπήρξε. Λίγο-λίγο πείστηκα πως μήτε και στο μέλλον θα υπάρξει τίποτα. Τότε, ξαφνικά, έπαψα να θυμώνω με τους ανθρώπους και άρχισα σχεδόν να να μην τους προσέχω καθόλου. Ναι, το ‘βλεπα αυτό ακόμα και στα πιο ασήμαντα μικροπράγματα: Τύχαινε λόγου χάρη να περπατάω στο δρόμο και να σκοντάφτω πάνω σε άλλους. Όχι πως ήμουν βυθισμένος σε σκέψεις: Τι είχα να σκεφτώ. Είχα πάψει εντελώς να σκέφτομαι. Τότε; Το ίδιο μου ‘κανε.... Και να πω πως έλυσα κανένα πρόβλημα˙ δεν έλυσα κανένα και πότε ήταν; Όμως, εγώ, άρχισα και τα ‘βλεπα όλα λέγοντας τ ο ί δ ι ο μ ο υ κ ά ν ε ι και τα προβλήματα χάθηκαν όλα τους από μπροστά μου.
Και να, ύστερα πια απ’ όλα αυτά, έμαθα την αλήθεια. Την αλήθεια την έμαθα τον περασμένο Νοέμβρη και για την ακρίβεια στις τρεις Νοεμβρίου κι από κείνη την ημερομηνία θυμάμαι κάθε στιγμή της ζωής μου. Ήταν ένα κατσουφιασμένο, το πιο κατσουφιασμένο βράδυ που θα μπορούσε να υπάρξει. Γύριζα τότε κατά τις έντεκα τη νύχτα στο σπίτι και το θυμάμαι πολύ καλά που σκέφτηκα πως δεν μπορεί να υπάρξει πιο κατσούφικο βράδυ. Ακόμα και με τη φυσική σημασία της λέξης. Έβρεχε όλη την ημέρα κι ήταν η πιο κρύα και κατσούφικη βροχή, μια βροχή που θα την έλεγα τρομερή και θυμάμαι πως έπεφτε με μια φανερή εχθρότητα για τους ανθρώπους και και ξαφνικά, στις έντεκα η ώρα σταμάτησε κι άρχισε μια τρομερή υγρασία, πιο υγρή και πιο κρύα παρά εάν έβρεχε κι από τα πάντα έβγαινε ένα κάτι σαν ατμό, απ’ την κάθε πέτρα του δρόμου κι απ’ το κάθε στενοσόκακο αν το κοίταζες και μέσα στο βάθος από κάπως μακρύτερα, απ’ το δρόμο. Μου φάνηκε ξαφνικά πως αν έσβηναν παντού τα φανάρια του γκαζιού, τότε θα μπορούσε να ξανασάνει μια στάλα η καρδιά σου που με το γκάζι την πλάκωνε μια αβάσταχτη μελαγχολία, επειδή τα φανάρια τα φώτιζαν όλ’ αυτά και τα ‘βλεπες. Κείνη την μέρα δεν είχα φάει περίπου τίποτα το μεσημέρι κι όλο μου το βράδυ, από νωρίς το πέρασα σ’ ενός μηχανικού κι ήταν εκεί κι άλλοι δυο φίλοι του. Εγώ δεν έλεγα λέξη και φαινόταν πως τους έγινα βαρετός. Κουβεντιάζανε κάτι που τους ενδιέφερε και ξαφνικά η συζήτηση άναψε για τα καλά. Όμως, το ‘βλεπα, πως το ίδιο τους έκανε κι αν μίλαγαν έτσι ξαναμμένοι, το κάνανε μόνο και μόνο για τον τύπο. Ώσπου και γω, τους το είπα – ξεφύτρωσα εκεί που δεν με σπείραν. «Κύριοι», τους λέω, «τι κάνετε έτσι αφού το ίδιο σας κάνει»!! Αυτουνούς δεν τους κακοφάνηκε, μόνο που βάλθηκαν να γελάνε μαζί μου. Γελάσανε επειδή δεν είχα καμιά πρόθεση να τους κάνω παρατήρηση. Το είπα μόνο και μόνο επειδή το ίδιο μου ‘κανε. Αυτοί το καταλάβανε πως το ίδιο μου ‘κανε και τους φάνηκε αστείο.
Όταν σκέφτηκα στο δρόμο για τα φανάρια του γκαζιού, έριξα μια ματιά στον ουρανό. Ο ουρανός ήταν τρομακτικά σκοτεινός, μπορούσες όμως και ξεχώριζες καθαρά τα σκισμένα σύννεφα κι ανάμεσα τους απύθμενους μαύρους λεκέδες. Ξάφνου, ξέκρινα μέσα σ’ έναν απ’ αυτούς τους λεκέδες ένα αστρουλάκι κι άρχισα να το κοιτάζω επίμονα. Το ‘κανα επειδή εκίνο τ’ αστρουλάκι μου ‘φερε μια σκέψη: Αποφάσισα εκείνη τη νύχτα ν’ αυτοκτονήσω. Τούτη την απόφαση την είχα σταθερά παρμένη εδώ και δυο μήνες τώρα κι όσο κι αν είμαι φτωχός, αγόρασα ένα υπέροχο περίστροφο και την ίδια μέρα του ‘βαλα και σφαίρες. Είχαν όμως περάσει δυο μήνες κιόλας και το περίστροφο βρισκότανε ακόμα στο συρτάρι μου. Τόση ήταν ωστόσο η αδιαφορία μου για όλα, που θέλησα τελικά να βρεθώ σε μια καλύτερη στιγμή, όταν δε θα μου είναι όλα τόσο αδιάφορα – γιατί το θέλησα; Δεν ξέρω. Κι έτσι λοιπόν, κείνους τους δυο μήνες, κάθε νύχτα που γύριζα σπίτι, έλεγα πως θα τινάξω τα μυαλά μου. Όλο και περίμενα την κατάλληλη στιγμή. Και να που τώρα, κείνο τ’ αστρουλάκι μ’ έκανε και σκέφτηκα πως το δ ί χ ω ς ά λ λ ο θα γίνει απόψε. Και γιατί μ’ έκανε τ’ αστρουλάκι και το σκέφτηκα; - αυτό δεν το ξέρω.
Ώσπου, λοιπόν, τη στιγμή που κοίταζα τον ουρανό, μ’ άρπαξε ξάφνου απ΄τον αγκώνα κείνο το κοριτσάκι. Ο δρόμος ήταν άδειος πια και κανένας σχεδόν δεν ακουγόταν να περπατεί. Πέρα μακριά, κοιμόταν ένας αμαξάς πάνω στο μόνιππό του. Το κοριτσάκι ήταν κάπου οχτώ χρονών μ’ ένα μαντήλι στο κεφάλι και φόραγε μονάχα το φουστανάκι του, βρεγμένο ως το κόκκαλο, πάνω απ’ όλα όμως, μείνανε στη μνήμη μου τα βρεγμένα και σκισμένα του παπούσια – και τώρ’ ακόμα τα θυμάμαι. Τα πρόσεξα ιδιαίτερα. Άρχισε ξάφνου να με τραβάει απ’ τον αγκώνα και να με φωνάζει. Δεν έκλαιγε, ξεφώνιζε όμως κάπως κομμένα κι έλεγε κάτι λέξεις που δεν μπορούσε να καλοπροφέρει γιατί το είχε πιάσει ρίγος κι έτρεμε σύγκορμα. Για κάποιο λόγο το είχε πιάσει φρίκη και φώναζε απελπισμένα: «Μανούλα, μανούλα!» Γύρισα και το κοίταξα, μα δεν είπα λέξη και ξανατράβηξα το δρόμο μου, αυτό όμως έτρεχε και με τράβαγε, και στη φωνή του αντήχησε εκείνη η νότα, που στα ποολύ ταραγμένα παιδιά σημαίνει απελπισία. Την ξέρω αυτή τη νότα. Μ’ όλο που έλεγε τις λέξεις μισές, κατάλαβα όμως πως η μάνα του ήταν κάπου και πέθανε, ή κάτι είχαν πάθει, τέλος πάντων, κι αυτό βγήκε να φωνάξει κάποιον, να βρει κάτι για να βοηθήσει τη μαμά. Εγώ όμως, δεν πήγα μαζί του, μα απεναντίας, μου πέρασε ξάφνου η σκέψη να το διώξω. Στην αρχή του είπα να βρει ένα αστυφύλακα. Όμως αυτό, σταύρωσε ξαφνικά τα χεράκια του και λαχανιάζοντας με λυγμούς, όλο κι έτρεχε δίπλα μου και δεν έλεγε να μ’ αφήσει. Τότε ήταν που του έβαλα τις φωνές και του χτύπησα το πόδι μου. Αυτό φώναξε μονάχα: «Αφεντικό, αφεντικό!», μα ξαφνικά με παράτησε τρέχοντας απέναντι: Είδε κει πέρα κάποιον περαστικό και φαίνεται πως όρμησε να παρακαλέσει εκείνον.
Ανέβηκα στο πέμπτο πάτωμα όπου μένω. Νοικιάζω ένα δωμάτιο κι είναι κι άλλα δωμάτια στο διάδρομο. Το καμαράκι μου είναι φτωχό και μικρό και το παράθυρο, παράθυρο σοφίτας, μισοστρόγγυλο. Έχω ένα ντιβάνι από σφεντάμι, ένα τραπέζι με βιβλία απάνω, δυο καρέκλες και μια πολυθρόνα παλιά, πολύ παλιά, μα είναι Λουδοβίκου δεκάτου έκτου. Έκατσα, άναψα το κερί και βάλθηκα να σκέφτουμαι. Δίπλα, στο άλλο δωμάτιο, πίσω απ’ τον τοίχο, συνεχιζόταν το όργιο. Ήταν τρίτη μέρα που συνεχιζόταν. Έμενε εκεί ένας απόστρατος λοχαγός που του είχαν έρθει επισκέψεις – κάπου έξι.
Πίνανε βότκα και παίζανε πρέφα με λιγδωμένα τραπουλόχαρτα. Την περασμένη νύχτα έγινε ένας τρικούβερτος καυγάς και ξέρω πως δυο από δαύτους μαλλιοτραβιόντουσαν πολλή ώρα. Η νοικοκυρά ήθελε να κάνει παράπονα, φοβάται όμως τρομερά το λοχαγό. Άλλοι νοικάρηδες στα δωμάτια είναι μονάχα μια κοντή κι αδύνατη κυρία στρατιωτικού, επαρχιώτισσα, με τρία μικρά παιδιά που προφτάσανε κιόλας κι αρρωστήσανε εκεί στα δωμάτιά μας. Κι αυτή και τα παιδιά φοβούνται το λοχαγό μέχρι λυποθυμίας κι όλη τη νύχτα τρέμουν και σταυροκοπιούνται και το μικρότερο παιδί έπαθε και κάποια κρίση απ’ τον τρόμο του. Αυτός ο λοχαγός, το ξέρω θετικά, σταματάει περαστικούς στη λεωφόρο Νιέβσκη και ζητάει ελεημοσύνη. Απ’ την υπηρεσία του τον έδιωξαν, παράξενο όμως, (γι’ αυτό, ίσα-ίσα τα διηγιέμαι όλ’ αυτά), ο λοχαγός, όλον αυτό το μήνα που μένει εδώ στο σπίτι μας, δε μ’ έκανε ούτε μια φορά να τον συμπονέσω. Φυσικά, αποποιήθηκα από μιας αρχής τη γνωριμία του, μα και αυτός μήπως δε θα βαριόταν μαζί μου απ’ την πρώτη κιόλας φορά; Μα, όσο κι αν φωνάζανε εκεί μέσα, πίσω απ’ τον τοίχο τους κι όσοι και να ήταν, εμένα το ίδιο μου κάνει. Εγώ κάθουμαι ολη τη νύχτα και μα το ναι, δεν τους ακούω καθόλου – τόσο πολύ τους ξεχνάω. Γιατί πρέπει να ξέρετε πως κάθε νύχτα μένω ξάγρυπνος μέχρι τα χαράματα και είναι κιόλας ολάκερος χρόνος αυτή η ιστορία. Μένω καθισμένος στην πολυθρόνα, όλη νύχτα μπροστά στο τραπέζι και δεν κάνω τίποτα. Βιβλία διαβάζω μόνο την ημέρα. Κάθομαι κι ούτε σκέφτομαι καν, έτσι είναι κάτι σκέψεις που περνάν απ’ το μυαλό μου κι εγώ τις αφήνω να τριγυρίζουν κατά που τους αρέσει. Το κερί καίγεται όλο μέχρι να ξημερώσει. Έκατσα στο τραπέζι, έβγαλα το περίστροφο και το έβαλα μπροστά μου. Ήταν τ’ αντίδοτο πάνω στο τραπέζι, θυμάμαι που αναρωτήθηκα: «Έτσι, λοιπόν;» Κι απάντησα με τον καταφατικότερο τρόπο: «Έτσι.» Δηλαδή, θα αυτοκτονήσω. Ήξερα πως εκείνη τη νύχτα ήταν σίγουρο πια πως θ’ αυτοκτονήσω, πόσο θα μείνω όμως ακόμα καθισμένος μπροστά στο τραπέζι ως τότε – αυτό δεν το ‘ξερα. Ω, είναι σίγουρο πως θ’ αυτοκτονούσα αν δεν ήταν εκείνο το κοριτσάκι.
2
Γιατί, κοιτάξτε τι συμβαίνει: Μ’ όλο που έλεγα για όλα «το ίδιο μου κάνει», τον πόνο όμως, παρ’ όλ΄ αυτά, τον αισθανόμουνα. Αν με χτύπαγε κανένας θα ‘νιωθα πόνο. Το ίδιο συνέβαινε και στο ηθικό επίπεδο: Αν συνέβαινε κάτι πολύ λυπητερό, θα ‘νιωθα οίκτο, ακριβώς όπως και τότε που δε μου’κανε το ίδιο για όλα. Έτσι, λοιπόν, και πριν από λίγο, ένιωσα οίκτο. Ένα παιδί θα το βοήθαγα το δίχως άλλο. Γιατί, λοιπόν, δε βοήθησα το κοριτσάκι; Μα επειδή μου πέρασε τότε μια σκέψη: Όταν με τράβαγε και με φώναζε, ορθώθηκε τότε ξαφνικά μπροστά μου το πρόβλημα και δε μπόρεσα να βρω τη λύση του. Το πρόβλημα εκείνο δεν είχε νόημα, εγώ όμως θύμωσα. Θύμωσα εξαιτίας αυτού εδώ του συλλογισμού: Μια και τ’ αποφάσισα πως απόψε θ’ αυτοκτονήσω, πρέπει, περισσότερο από κάθε άλλη φορά να μου κάνει το ίδιο ό,τι κι αν γίνει. Ποιος ο λόγος, λοιπόν, που ένιωσα ξαφνικά πως δε μου κάνει το ίδιο και το λυπάμαι το κοριτσάκι; Θυμάμαι πως το λυπήθηκα πολύ˙ ο οίκτος μου μάλιστα έφτασε μέχρι σ’ έναν παράξενο πόνο, έναν πόνο εντελώς απίθανο στην κατάσταση που βρισκόμουνα. Ομολογώ πως δεν μπορώ να εκφράσω καλύτερα κείνο που ένιωσα τότε, εξακολουθούσα όμως να το νιώθω και στο σπίτι, όταν είχα κάτσει πια μπροστά στο τραπέζι κι ήμουν πολύ εκνευρισμένος, όσο είχε καιρό τώρα πια να μου συμβεί. Οι συλλογισμοί κυλάγανε ο ένας κατά πόδι στον άλλο. Μου φαινόταν ολοφάνερο και αν ήμουν άνθρωπος και δεν είμαι ακόμα ένα μηδέν, κι όσο ακόμα δεν έχω μεταβληθεί σε μηδέν, είμαι ζωντανός και κατά συνέπεια μπορώ να υποφέρω, να θυμώνω και να νιώθω ντροπή για τις πράξεις μου. Έστω. Μα αν αυτοκτονήσω, λόγου χάρη, σε δυο ώρες, τι με νοιάζει τότε το κοριτσάκι και γιατί να χολοσκάω τότε για τη ντροπή και ό,τι άλλο στον κόσμο; Μεταβάλλομαι σε μηδέν, σε απόλυτο μηδέν. Και είναι ποτέ δυνατόν, η συνείδηση πως σε λίγο θα πάψω ε ν τ ε λ ώ ς να υπάρχω και κατά συνέπεια θα πάψει το παν να υπάρχει, είναι ποτέ δυνατό η συνείδηση αυτή να μη μπόρεσε να επιδράσει στο παραμικρό μήτε στο αίσθημα του οίκτου για το κοριτσάκι, μήτε στο αίσθημα της ντροπής μετά την προστυχιά που είχα κάνει; Γιατί εγώ, γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο χτύπησα το πόδι μου κι έβαλα κείνες τις αγριοφωνάρες στο δυστυχισμένο το παιδί, για να δείξω πως «βλέπετε, όχι μόνο δε νιώθω οίκτο, μα τώρα πια είναι στο χέρι μου να κάνω και μιαν απάνθρωπη προστυχιά, γιατί σε δυο ώρες θα σβήσω.» Το πιστεύετε τάχα πως γι’ αυτό της έβαλα τις φωνές; Εγώ, είμαι σχεδόν σίγουρος τώρα πως γι’ αυτό το έκανα. Μου φαίνεται ολοφάνερο πως τώρα πια, ο κόσμος κι η ζωή σάμπως να εξαρτιώνται από μένα. Μπορεί μάλιστα να το πω κι αλλιώς: Πως δηλαδή, τώρα πια, σάμπως να ‘ναι μόνο για μένα καμωμένος ο κόσμος: Σαν αυτοκτονήσω εγώ, ο κόσμος θα πάψει να υπάρχει, τουλάχιστον για μένα. Για να μην πούμε και τ’ άλλο, πως δηλαδή, ίσως-ίσως, να μην υπάρξει κόσμος για κανέναν άλλον ύστερ’ από μένα κι όλος ο κόσμος, μόλις σβήσει η συνείδησή μου, θα σβήσει αμέσως κι αυτός σαν αντικατοπτρισμός, σαν εξάρτημα και μόνο της συνείδησής μου, και θα εξαφανιστεί γιατί ίσως όμως αυτός ο κόσμος κι όλοι αυτοί οι άνθρωποι να μην είναι τίποτ’άλλο παρά εγώ ο ίδιος μόνο. Θυμάμαι πως εκεί που καθόμουν και τα σκεφτόμουνα, και γύριζα όλ’ αυτά τα καινούρια ερωτήματα στο μυαλό μου, κατέληγα σε εντελώς αναπάντεχα συμπεράσματα. Έκανα λόγου χάρη μια παράξενη σκέψη πως αν ζούσα πρώτα στον Άρη και είχα κάνει κει πέρα την πιο επονείδιστη και άτιμη πράξη, την πιο άτιμη που μπορεί κανείς να φανταστεί και μ’ είχαν βρίσει και μ’ είχαν εξευτελίσει εκεί πέρα έτσι που μόνο στ’ όνειρό σου μπορεί να το δεις καμιά φορά, σ’ έναν εφιάλτη σου, κι αν είχα ύστερα βρεθεί στη Γη, κι εξακολουθούσα να διατηρώ τη συνείδηση εκείνου που είχα κάνει στον άλλο πλανήτη, ξέροντας επιπλέον πως με κανέναν τρόπο και ποτέ δε θα επέστρεφα πια εκεί, τότε κοιτάζοντας απ’ τη γη το φεγγάρι - τ ο ί δ ι ο θ α μ ο υ ‘κ α ν ε, για όχι; Θα ‘νιωθα ντροπή για κείνη μου την πράξη ναι ή όχι; Τα ερωτήματα δεν είχαν νόημα κι ήταν περιττά, μια και το περίστροφο βρισκότανε κιόλας μπροστά μου κι εγώ το ‘ξερα, μ’ όλη μου την ύπαρξη πως α υ τ ό θα γίνει το δίχως άλλο κι όμως τα ερωτήματα δε λέγαν να μ’ αφήσουν ήσυχο και δαιμονιζόμουνα. Κατά κάποιο τρόπο μου ήταν αδύνατο τώρα πια να πεθάνω, πριν δώσω τη λύση σε κάτι. Με δυο λόγια, κείνο το κοριτσάκι μ’ έσωσε για τί με τα ερωτήματα ανέβαλα τον πυροβολισμό. Είχαν τελειώσει την πρέφα τους, ετοιμαζόντουσαν να πέσουν να κοιμηθούν και στο μεταξύ γκρινιάζανε και λιανοβριζόντουσαν τεμπέλικα. Κείνη τη στιγμή ήταν που με πήρε ξάφνου ο ύπνος, πράγμα που δε μου ‘χε ξανατύχει ποτέ, μπροστά στο τραπέζι, καθιστός στην πολυθρόνα. Αποκοιμήθηκα, χωρίς να το πάρω είδηση. Τα όνειρα, αυτό το ξέρουν όλοι, είναι ένα εξαιρετικά παράξενο πράγμα: Άλλα πράγματα τα βλέπεις τόσο πεντακάθαρα που σε πιάνει φρίκη, τα βλέπεις μ’ όλες τις ελάχιστες μικρολεπτομέρειες κι άλλα πάλι τα προσπερνάς σα να μην τα πρόσεξες καθόλου, λόγου χάρη, το διάστημα και το χρόνο. Φαίνεται πως τα όνειρα δεν τα βάζει μπρος το λογικό, μα η επιθυμία, όχι το κεφάλι, μα η καρδιά κι ωστόσο θυμάμαι φορές που το λογικό μου έκανε πράγματα στα όνειρα που ήταν να θαυμάζεις! Εδώ που τα λέμε, το λογικό παθαίνει πράγματα εντελώς αδύνατα σ’ ένα όνειρο. Ο αδερφός μου, λόγου χάρη, πέθανε εδώ και πέντε χρόνια. Καμιά φορά, τον βλέπω στον ύπνο μου: Ενδιαφέρεται για τις υποθέσεις μου, τις συζητάμε και οι δυο κι ωστόσο το ξέρω και το θυμάμαι όσο διαρκεί το όνειρο πως ο αδερφός μου έχει πεθάνει και τον έχουμε κηδέψει. Πως, λοιπόν, δε μου κάνει εντύπωση που αυτός, μ’ όλο που είναι πεθαμένος, βρίσκεται εδώ, δίπλα μου και καταπιάνεται μαζί μου, με τις δουλειές μου; Γιατί το λογικό μου τα παραδέχεται σαν εντελώς φυσικά όλ’ αυτά; Αρκετά, ωστόσο. Βάζω μπρος να ιστορήσω τ’ όνειρό μου. Ναι, το είδα τότε αυτό το όνειρο, το όνειρό μου της τρίτης Νοεμβρίου! Αυτοί με κοροϊδεύουν τώρα και λένε πως όλ’ αυτά δεν ήταν παρά ένα όνειρο μονάχα. Μα, τι σημασία έχει λοιπόν; Μήπως το ίδιο δεν κάνει αν ήταν ή δεν ήταν όνειρο μια κι αυτό το όνειρό μου φανέρωσε την Αλήθεια; Αφού σαν τύχει και μάθεις μια φορά την αλήθεια και τη δεις, το ξέρεις πια πως αυτή είναι η αλήθεια κι άλλη δεν υπάρχει, άσχετο αν κοιμάσαι ή ζεις. Ε, ας είναι όνειρο, λοιπόν, ας είναι, όμως αυτή τη ζωή που τόσο την εκθειάζετε, εγώ ήθελα να τη σβήσω με την αυτοκτονία μου και τ’ όνειρό μου, τ’ όνειρό μου – ώ, μου φανέρωσε μια καινούρια, μεγάλη, ανανεωμένη, ρωμαλέα ζωή!
Ακούστε.
3
Είπα πως αποκοιμήθηκα χωρίς να το πάρω είδηση και μάλιστα σάμπως να εξακολουθούσα να συλλογίζομαι τα ίδια θέματα. Ξάφνου, είδα στ’ όνειρό μου πως παίρνω το περίστροφο, και, καθισμένος, βάζω τη μπούκα ίσια στην καρδιά – στην καρδιά κι όχι στο κεφάλι, ενώ είχα πάρει απόφαση από τα πριν, να πυροβολήσω το δίχως άλλο στο κεφάλι και μάλιστα στο δεξί μηνίγγι. Σαν τ’ ακούμπησα στο στήθος, περίμενα κάνα δυο δευτερόλεπτα και το κερί μου, το τραπέζι κι ο τοίχος μπροστά μου, αρχίσανε να τρέμουν και να ταλαντεύονται. Βιάστηκα να πατήσω τη σκανδάλη.
Στο όνειρο, τυχαίνει καμιά φορά, να πέσετε από μεγάλο ύψος ή να σας σφάζουν ή να σας χτυπάνε, δε νιώθετε ποτέ σας πόνο, εκτός κι αν γίνει κάπως και χτυπήσετε πραγματικάστο κρεβάτι: Τότε θα νιώσετε πόνο και σχεδόν πάντα ο πόνος αυτός θα σας ξυπνήσει. Το ίδιο έγινε και στο δικό μου όνειρο: Πόνο δεν ένιωσα, μου φάνηκε όμως πως με τον πυροβολισμό μου όλα μέσα μου τραντάχτηκαν κι όλα ξάφνου σβήσανε κι έγινε γύρω μου σκοτάδι μαύρο. Λες κι είχα τυφλωθεί κι ήμουν μουγκός και να ‘μαι που βρίσκουμαι ξαπλωμένος ανάσκελα σε κάτι σκληρό. Τεντωμένος, δε βλέπω τίποτε και δε μπορώ να κάνω την παραμικρότερη κίνηση. Γύρω μου περπατάνε και φωνάζουν, μιλάει με τη χοντρή του φωνή ο λοχαγός, στριγκλίζει η νοικοκυρά – και ξάφνου πάλι μια διακοπή και να ‘μαι πια που με κουβαλάνε μέσα σ’ ένα κλειστό φέρετρο. Κι εγώ, νιώθω πως τραμπαλίζεται το φέρετρο και το συλλογίζομαι αυτό και ξάφνου, για πρώτη φορά με κεραυνώνει η σκέψη πως έχω πεθάνει, έχω ολότελα πεθάνει, το ξέρω αυτό και δεν αμφιβάλλω καθόλου, δε βλέπω και δε μπορώ να κινηθώ κι ωστόσο νιώθω και συλλογίζομαι. Γρήγορα όμως συμβιβάζομαι μ’ αυτήν την κατάσταση και, όπως γίνεται συνήθως στα όνειρα, δέχομαι την πραγματικότητα, χωρίς αντιρρήσεις.
Και να που με παραχώνουν μεσ’ στη γη. Όλοι φεύγουν, είμαι μόνος, εντελώς μόνος. Δε σαλεύω. Πάντοτε, όταν τύχαινε να σκεφτώ στο ξύπνιο μου, πως θα με θάψουνε στο μνήμα, τότε το μόνο που φανταζόμουνα πως θα ‘χε το μνήμα, ήταν η υγρασία και το κρύο. Έτσι και τώρα, ένιωσα να κρυώνω πολύ, ιδιαίτερα στ’ ακροδάχτυλα των ποδιών μουμ δεν ένιωσα όμως τίποτ’ άλλο.
Ήμουν έτσι ξαπλωμένος, και – περίεργο – δεν περίμενα τίποτα, το δεχόμουνα χωρίς αντιρρήσεις πως ένας νεκρός δεν έχει να περιμένει τίποτα. Είχε όμως υγρασία. Δεν ξέρω πόσος καιρός πέρασε – μια ώρα, ή μερικές ή πολλές μέρες. Και να που ξαφνικά, έπεσε πάνω στο αριστερό κλειστό μου μάτι μια σταγόνα νερό – πως πέρασε μέσ’ απ’ το καπάκι του φέρετρου; - σ’ ένα λεπτό κι άλλη σταγόνα το κατόπι της, ύστερα και Τρίτη σαν πέρασε κι άλλο ένα λεπτό και συνεχίστηκε έτσι το πράμα: κάθε λεπτό και σταγόνα. Μια μεγάλη ανατριχίλα φλόγισε ξαφνικά την καρδιά μου και ξάφνου ένιωσα στην καρδιά μου ένα σωματικό πόνο: «Είναι η πληγή μου», σκέφτηκα, «είναι που πυροβόλησα, η σφαίρα είναι μέσα»... Κι η σταγόνα όλο κι έσταζε κάθε λεπτό κι έπεφτε ίσια στο κλειστό μου μάτι. Και ξαφνικά έκανα μια επίκληση, όχι με τη φωνή μου, γιατί ήμουνα ασάλευτος, μα μ’ όλη μου την ύπαρξη, στον κυρίαρχο όλων εκείνων που μου συμβαίναν:
«Όποιος κι αν είσαι, αν υπάρχεις, και αν υπάρχει κάτι πιο λογικό απ’ αυτό που γίνεται τώρα, άφησε αυτό το λογικό να με προστατέψει. Αν πάλι μ’ εκδικείσαι για την ανόητη αυτοκτονία μου, με την τραγελαφικότητα και τον παραλογισμό των όσων μου συμβαίνουν και θα μου συμβούν, τότε, να ξέρεις, πως ποτέ κανένα μαρτύριο, ό,τι κι αν βρεις, δεν θα μπορέσει να συγκριθεί με την περιφρόνηση που θα νιώθω για σένα, το δήμιό μου, όσα εκατομμύρια χρόνια κι αν περάσουν».
Έκανα αυτή την επίκληση και ησύχασα. Σχεδόν ένα ολόκληρο λεπτό συνεχίστηκε μια βαθιά σιωπή και μάλιστα έπεσε κι άλλη σταγόνα, όμως εγώ το ήξερα, το ‘ξερα απερίφραστα κι ατράνταχτα και το πίστευα πως το δίχως άλλο όλα θ’ αλλάζανε τώρ’ αμέσως. Και να που ξαφνικά ανοίχτηκε ο τάφος μου. Δηλαδή, δεν ξέρω αν το είχαν ανοίξει σκάβοντας, με πήρε όμως κάποιο σκοτεινό και άγνωστο για μένα πλάσμα και βρεθήκαμε στο διάστημα. Ξαφνικά ανέβλεψα. Ήταν νύχτα βαθιά και ποτέ, ποτέ ως τα τώρα, δεν είχε ξαναγίνει τέτοιο σκοτάδι! Προχωράγαμε με τρομερή ταχύτητα στο διάστημα και βρισκόμασταν κιόλας μακριά απ’ τη γη. Δε ρώταγα τίποτα εκείνον που με πήγαινε, περίμενα κι ήμουν περήφανος. Πάσχιζα να πείσω τον εαυτό μου πως δε φοβάμαι και αναρρίγησα σύγκορμος από ενθουσιασμό, στη σκέψη πως δε φοβάμαι. Δε θυμάμαι πόσην ώρα πετάγαμε έτσι κι ούτε μπορώ να φανταστώ: Όλα γίνανε όπως γίνονται στα όνειρα όταν πηδάς πάνω απ’ τους νόμους της ζωής και της λογικής και σταματάς μονάχα σε ορισμένα σημεία που λαχταράει η καρδιά σου. Θυμάμαι πως είδα ξαφνικά μέσ’ στο σκοτάδι ένα αστρουλάκι. «Είναι ο Σείριος;» ρώτησα ξαφνικά, μη μπορώντας να κρατηθώ, γιατί δεν ήθελα να τον ρωτήσω τίποτα. «Όχι, είναι το ίδιο αστέρι που είδες ανάμεσα στα σύννεφα, σαν γύριζες στο σπίτι», μου απάντησε το πλάσμα που με είχε πάρει. Ήξερα, πως είχε μάλλον ανθρώπινο πρόσωπο. Παράξενο πράμα, δεν τ’ αγαπούσα αυτό το πλάσμα, ένιωθα μάλιστα μια βαθιά αποστροφή. Περίμενα μια απόλυτη ανυπαρξία και μ’ αυτή την προοπτική πυροβόλησα στην καρδιά μου. Και να που βρίσκομαι στα χέρια ενός πλάσματος που δεν είναι βέβαια ανθρώπινο, το οποίο όμως είναι, υ π ά ρ χ ε ι: «Πάει να πει λοιπόν πως υπάρχει και μετά θάνατον ζωή!», σκέφτηκα, με μια παράξενη επιπολαιότητα ονείρου, η αιτία ωστόσο της λαχτάρας μου παρέμενε η ίδια μέσα μου σ’ όλο της το βάθος: «Κι αν θα πρέπει να υ π ά ρ ξ ω απ’ την αρχή, σκέφτηκα – και να ξαναζήσω σύμφωνα με την αναπόφευκτη θέληση κάποιου, τότε δε θέλω να με νικήσουν και να με ταπεινώσουν!» «Το ξέρεις πως σε φοβάμαι και γι’ αυτό με περιφρονείς;», είπα ξαφνικά στον συνταξιδιώτη μου, μη μπορώντας να κρατηθώ και να μην κάνω την ταπεινωτική αυτή ερώτηση, που περιέκλειε μέσα της και την παραδοχή και ένιωσα σαν να ‘μπηξαν καρφίτσες στην καρδιά μου, την ταπείνωσή μου. Αυτός δεν απάντησε στην ερώτησή μου. Εγώ, όμως, ένιωσα ξαφνικά πως δε με περιφρονούν μήτε και γελάνε μαζί μου, ούτε και νιώθανε συμπόνια για μένα κι ένιωσα ακόμα πως το ταξίδι μας έχει ένα σκοπό, άγνωστο και μυστηριώδη που αφορούσε μονάχα εμένα. Ο τρόμος όλο και μεγάλωνε στην καρδιά μου. Κάτι μου μεταδίδονταν βουβά, βασανιστικά όμως, απ’ τον συνταξιδιώτη μου κι έλεγες πως με διαπερνούσε. Τρέχαμε σε άγνωστα και σκοτεινά διαστήματα. Από καιρό τώρα πια, είχα πάψει να βλέπω τους γνωστούς αστερισμούς. Ήξερα πως υπάρχουν μερικά αστέρια στα ουράνια διαστήματα που οι αχτίνες τους φτάνουν στη γη μόνο ύστερ’ από χιλιάδες και εκατομμύρια χρόνια. Ίσως να είχαμε κιόλας περάσει αυτά τα διαστήματα. Κάτι περίμενα, σε μια τρομερή θλίψη που είχε καταβασανίσει την καρδιά μου. Και ξαφνικά, κάποιο γνώριμο και άπειρα ελκυστικό συναίσθημα με συντάραξε ολόκληρον: Είδα ξαφνικά τον ήλιο μας! Ήξερα πως αυτός δε μπορούσε να είναι ο δ ι κ ό ς μ α ς ήλιος, ο ήλιος που γέννησε τη δ ι κ ή μ α ς γή, και πως βρισκόμασταν τώρα σε μιαν άπειρη απόσταση απ’ τον δικό μας ήλιο, όμως, για κάποιον άγνωστο λόγο το είδα αμέσως, μ’ όλη μου την ύπαρξη, πως είναι κι αυτός ένας ήλιος ίδιος και απαράλλαχτος σαν τον δικό μας, μια επανάληψή του κι ένας σωσίας του. Ένα γλυκό, ένα ελκυστικό συναίσθημα αντήχησε ενθουσιαστικά μέσ’ στην ψυχή μου: Η μητρική δύναμη του φωτός, του ίδιου φωτός που γέννησε κι εμένα, βρήκε ανταπόκριση στην καρδιά μου και την ανάστησε κι ένιωσα ζωή, την προηγούμενη ζωή, για πρώτη φορά μέσα στον τάφο μου.
- Ω, αν αυτός είναι ο ήλιος, αν αυτός ο ήλιος είναι ίδιος κι απαράλλαχτος σαν το δικό μας, φώναξα, που είναι τότε η γη; Κι ο συνταξιδιώτης μου μου ‘δειξε ένα αστρουλάκι που λαμπίριζε στο σκοτάδι με μια λάμψη μαργαριταριού. Πετάγαμε ίσια κατά κει.
- Μα είναι δυνατόν να γίνονται τέτοιες επαναλήψεις στην οικουμένη, μπορεί ποτέ να ‘ναι αυτός ο νόμος της φύσεως, κι αν εκεί κάτω είναι η γη, μπορεί ποτέ να ‘ναι μια γη όμοια με τη δική μας... εντελώς όμοια, δυστυχισμένη, φτωχή, ανεκτίμητη όμως και πάντα αγαπημένη, μια γη που γεννάει και στα πιο αγνώμονα παιδιά της μια τόσο βασανιστική αγάπη, όπως γεννάει η δική μας γη; - φώναζα εγώ και με συντάραζε μια ακράτητη ενθουσιαστική αγάπη για κείνει τη μητρική μουμ την προηγούμενη γη που είχα εγκαταλείψει. Η μορφή του φτωχού κοριτσιού, που τόσο κακότροπα του φέρθηκα, πέρασε μπρος στα μάτια μου.
- Θα τα δείς όλα, απάντησε ο συνταξιδιώτης μου και κάποια θλίψη ακούστηκε στη φωνή του. Στο μεταξύ, ωστόσο, πλησιάζαμε γρήγορα στον πλανήτη. Όλο και μεγάλωνε στα μάτια μου και ξεχώριζα κιόλας έναν ωκεανό, το περίγραμμα της Ευρώπης και ξαφνικά, μ’ έπιασε ένα αλλόκοτο αίσθημα κάποιου μεγάλου ιερού φθόνου: «Γη μπορεί να υπάρχει, μια παρόμοια επανάληψη, αλλά γιατί; Εγώ αγαπάω, εγώ μπορεί ν’ αγαπάω μονάχα εκείνη τη γη που άφησα, τη γη όπου μείνανε οι πιτσιλιές απ’ το αίμα μου, όταν εγώ, γιομάτος αγνωμοσύνη, έσβησα τη ζωή μου μ’ ένα πυροβολισμό στην καρδιά. Όμως, ποτέ, ποτέ δεν έπαψα ν’ αγαπώ εκείνη τη γη και μάλιστα κείνη τη νύχτα, όταν την αποχωριζόμουν, ίσως-ίσως να την αγαπούσα πιο βασανιστικά από κάθε άλλη φορά. Υπάρχουν άραγε βάσανα σ’ αυτή την καινούρια γη; Στη δική μας γη μπορούμε κι αγαπάμε αληθινά μόνο με βάσανα και μόνο μέσω των βασάνων! Αλλιώτικα δεν ξέρουμε ν’ αγαπάμε και δεν ξέρουμε άλλη αγάπη. Θέλω βάσανα για ν’ αγαπήσω. Θέλω, λαχταράω τούτη τη στιγμή να φιλήσω, δακρύζοντας με μάτια βουρκωμένα, μόνο κείνη τη γη που άφησα και δε θέλω, δεν παραδέχομαι τη ζωή σε καμιά άλλη!»
Όμως, ο συνταξιδιώτης μου, μ’ είχε κιόλας αφήσει. Ξαφνικά, χωρίς να το πάρω είδηση, πως είχε γίνει, βρέθηκα να στέκομαι πάνω σε κείνη, την άλλη γη, μέσα στο λαμπερό φως μιας λιόλουστης, υπέροχης, παραδεισένιας μέρας. Βρισκόμουνα, φαίνεται σ’ ένα από κείνα τα νησιά που αποτελούν στη δική μας γη το Ελληνικό Αρχιπέλαγος ή σε καμιά παραλία της ηπείρου που βρέχεται απ’ αυτό το Αρχιπέλαγος. Ω, τα πάντα ήταν ίδια κι απαράλλαχτα, όπως και σε μας, μόνο που – έτσι μου φαινότανε – το φως έλαμπε παντού γιορταστικό, έλαμπε με κάποιον μεγάλο, ιερό θρίαμβο όπου είχε φτάσει επιτέλους η ανθρωπότητα. Η χαδιάρικη μαργαριταρένια θάλασσα πάφλαζε ήσυχα στις ακρογιαλιές και τις ασπαζόταν μ’ αγάπη, με μιαν αγάπη χειροπιαστή, ορατή, σχεδόν συνειδητή. Ψηλά. Πανέμορφα δέντρα στεκόντουσαν σ’ όλη την πολυτέλεια των χρωμάτων τους και τ’ αναρίθμητα φυλλαράκια τους, είμαι σίγουρος, με καλωσορίζανε με το ήσυχο, χαϊδευτικό τους θρόισμα κι ήταν σάμπως να προφέρνανε κάποια λόγια αγάπης. Η χλόη φλογιζόταν απ’ τα πολυχρωμα φανταχτερά, αρωματικά λουλούδια. Τα μικρά πουλιά πετάγανε κοπάδια στον αέρα και χωρίς να με φοβούνται, καθόντουσαν στους ώμους μου και τα χέρια μου και με χτυπάγανε χαρούμενα με τις αγαπημένες τους ανήσυχες μικρές φτερούγες. Τέλος, είδα και γνώρισα τους ανθρώπους αυτής της ευτυχισμένης γης. Ήρθαν μονάχοι τους κοντά μου, με τριγυρίσανε, με φιλάγανε. Παιδιά του ήλιου, παιδιά του δικού της ήλιου – ω, πόσο όμορφοι ήταν! Ποτέ δεν είδα στη δική μας γη τέτοια ομορφιά σε άνθρωπο. Μόνο ίσως στα παιδιά μας, στα πρώτα-πρώτα τους χρόνια, θα μπορούσες να βρεις μια μακρινή κι αδύναμη αντανάκλαση αυτής της ομορφιάς. Τα μάτια αυτών των ευτυχισμένων ανθρώπων, σπιθίζανε με μια ξάστερη λάμψη. Τα πρόσωπά τους λάμπανε από λογική και με κάποια συνείδηση που είχε φτάσει κιόλας στην πλήρωσή της, δηλαδή στην ηρεμία, όμως τα πρόσωπα αυτά ήταν χαρούμενα. Στα λόγια και τις φωνές αυτών των ανθρώπων, αντηχούσε η χαρά. Ω, τα κατάλαβα αμέσως όλα, όλα, με την πρώτη ματιά που τους έριξα! Αυτή εδώ ήταν μια γη που δε βρομίστηκε απ’ την αμαρτία, στη γη αυτή ζούσανε άνθρωποι αναμάρτητοι, ζούσανε σ’ ένα ίδιο παράδεισο, όπως ζήσανε, σύμφωνα με τις παραδόσεις ολόκληρης της ανθρωπότητας κι οι δικοί μας προπάτορες, που πέσανε στην αμαρτία, με μόνη τη διαφορά πως ολόκληρη η γη εδώ πέρα ήταν ένας παράδεισος. Οι άνθρωποι αυτοί, γελώντας χαρούμενα, στριμωχνόντουσαν για να με φτάσουν και με χαϊδεύανε˙ με πήρανε στα σπίτια τους και ο καθένας τους ήθελε να με παρηγορήσει. Ω, δε με ρωτήσαν τίποτα, μα ήταν σάμπως να τα ξέραν ήδη όλα, έτσι μου φαινότανε και θέλανε ν’ αποδιώξουν μιαν ώρα αρχύτερα τη βασανισμένη όψη απ’ το πρόσωπό μου.
4
Ε, λοιπόν, και πάλι σας το ξαναλέω: Ας ήταν ένα όνειρο μονάχα όλ’ αυτά! Όμως, η αίσθηση της αγάπης αυτών των αθώων και υπέροχων ανθρώπων, έμεινε μέσα μου για πάντα και νιώθω πως η αγάπη τους μεταγγίζεται και τώρα σε μένα από κει. Τους είδα με τα μάτια μου, τους γνώρισα και βεβαιώθηκα, τους αγάπησα και υπόφερα αργότερα γι’ αυτούς. Ω, το ένιωσα αμέσως, ακόμα και τότε, πως σε πολλά πράγματα δε θα τους καταλάβω καθόλου˙ όντας ένας σύγχρονος Ρώσος προοδευτικός και αχρείος Πετρουπολίτης, μου φαινόταν λόγου χάρη ακατανόητο πως αυτοί, ξέροντας τόσα πολλά, δεν είχαν τη δική μας επιστήμη. Γρήγορα όμως κατάλαβα πως η γνώση τους συμπληρωνόταν και τρεφόταν με άλλες διεισδύσεις απ’ ό,τι στη δική μας γη και πως οι επιδιώξεις τους ήταν επίσης πολύ διαφορετικές απ’ τις δικές μας. Αυτοί δε θέλανε τίποτα και ήταν ήρεμοι, αυτοί δεν πασχίζανε να γνωρίσουν τη ζωή όπως πασχίζουμε να την γνωρίσουμε εμείς γιατί η ζωή τους ήταν πλήρης. Η γνώση τους όμως ήταν βαθύτερη και ψηλότερη από τη γνώση της δικής μας επιστήμης˙ γιατί η επιστήμη μας γυρεύει να εξηγήσει τι είναι η ζωή, πασχίζει να τη συνειδητοποιήσει η ίδια για να μάθει τους άλλους να ζουν, ενώ αυτοί ξέρουν και χωρίς την επιστήμη μως να ζήσουν κι αυτό το κατάλαβα, δε μπορούσα όμως να καταλάβοω τις γνώσεις τους. Μου δείχνανε τα δέντρα τους και δεν μπορούσα να καταλάβω τον βαθμό εκείνο της αγάπης με την οποία τα κοίταζαν: Λες και μιλάγανε για πλάσματα όμοια με αυτούς. Και ξέρετε, ίσως να μην πέσω έξω αν πω πως κουβεντιάζανε με τα δέντρα! Ναι, είχαν βρει τη γλώσσα τους κι είμαι σίγουρος πως τα δέντρα τούς καταλαβαίνανε. Έτσι κοιτάζανε όλη τη φύση – τα ζώα που ζούσανε ειρηνικά μαζί τους, δεν τους κάνανε κακό και τους αγαπούσανε, νικημένα από την αγάπη των ανθρώπων. Μου δείχνανε τ’ αστέρια και μου λέγανε κάτι που δε μπορούσα να καταλάβω, είμαι σίγουρος όμως πως κατά κάποιο τρόπο έρχονταν σ’ επαφή με τ’ αστέρια τ’ ουρανού, όχι μόνο με τη σκέψη, μα μ’ έναν κάποιο ζωντανό τρόπο. Ω, οι άνθρωποι αυτοί δεν επιμένανε να να τους καταλάβω, μ’ αγαπούσανε και δίχως αυτό, απ’ την άλλη όμως μεριά το ‘ξερα κι εγώ πως δε θα με καταλάβαιναν ποτέ τους και γι’ αυτό δεν τους έκανα σχεδόν καθόλου λόγο για τη δική μας γη. Φιλούσα μονάχα μπροστά τους εκείνη τη γη όπου ζούσανε και χωρίς λόγια τους λάτρευα τους ίδιους και μ’ αφήνανε να τους λατρεύω σαν θεούς, χωρίς να ντρέπονται που τους λατρεύω, γιατί πολύ αγαπούσαν και οι ίδιοι. Δεν υποφέρανε για μένα, όταν εγώ, φιλούσα καμιά φορά δακρυσμένος τα πόδια τους, ξέροντας χαρούμενα μέσα στην καρδιά μου, με τι δύναμη αγάπης θα μου το ανταποδώσουν. Ήταν φορές που αναρωτιόμουνα απορημένος: πως μπορέσανε και δεν είχαν προσβάλει τόσο καιρό έναν άνθρωπο σαν και μένα, πως μπορέσανε και δεν κάναν μήτε μια φορά έναν άνθρωπο σαν και μένα να τους ζηλέψει και να τους φθονήσει; Πολλές φορές αναρωτιόμουνα πως μπορούσα εγώ, ο καυχησιάρης κι ο ψεύτης, να μην τους κάνω λόγο για τις γνώσεις μου που αυτοί φυσικά δεν τις υποπτευόντουσαν καν, πως γινόταν και δεν είχα καμιά επιθυμία να τους καταπλήξω μ’ αυτές τις γνώσεις, ή να τους μιλήσω γι’ αυτές έστω και μόνο απ’ αγάπη; Αυτοί, ήταν όλοι τους ζωηροί και εύθυμοι σαν παιδιά. Τριγυρίζανε στα υπέροχα λιβάδια και τα δάση τους, τραγουδάγανε τα θεσπέσια τραγούδια τους, τρεφόντουσαν με τους καρπούς των δέντρων τους, με το μέλι των δασών τους και το γάλα των ζώων που τους αγαπούσαν. Για την τροφή και τα ρούχα τους κοιτάζανε πολύ λίγο. Είχαν έρωτες και γεννούσαν παιδιά, ποτέ μου όμως δεν είδα να ‘χουν τα ξεσπάσματα εκείνα της σ κ λ η ρ ή ς ηδυπάθειας που τους πιάνει σχεδόν όλους τους δικούς μας στη Γη, όλους μέχρι τον τελευταίο και είναι η μοναδική πηγή όλων σχεδόν των αμαρτημάτων της δικής μας ανθρωπότητας. Σαν γεννιόντουσαν τα παιδιά, οι άνθρωποι εκείνοι χαιρόντουσαν, γιατί θα ήταν κι άλλοι τώρα που θα συμμετείχαν στην ευδαιμονία τους. Δεν τους τύχαινε ποτέ να μαλώσουν και δεν τους χώριζε καμιά ζήλεια κι ούτε καν καταλαβαίνανε, τι σημαίνουν αυτές οι λέξεις. Τα παιδιά ήταν παιδιά όλων τους, γιατί όλοι τους αποτελούσαν μια οικογένεια. Δεν είχαν σχεδόν καθόλου αρρώστιες, μ’ όλο που υπήρχε θάνατος˙ οι γέροι τους όμως πεθαίνανε ειρηνικά, σα να τους έπαιρνε ο ύπνος, τριγυρισμένοι απ’ τους ανθρώπους που τους αποχαιρετούσαν, ευλογώντας τους, χαμογελώντας τους και βλέποντας τα δικά τους χαμόγελα, σαν καλό κατευόδιο. Θλίψη και δάκρυα δεν είδα ποτέ μου, τέτοιες στιγμές, μόνο μια αγάπη υπήρχε, μια αγάπη που θα ‘λεγε κανείς πως πολλαπλασιάστηκε κι έφτασε ως τον ενθουσιασμό, μα ως έναν ενθουσιασμό ήρεμο, πλήρη, έναν ενθουσιασμό που είχε φτάσει ως το βάθος και την ουσία των πραγμάτων. Θα μπορούσε κανείς να σκεφτεί πως δε χάνανε την επαφή τους με τους πεθαμένους και η γήινη ενότητα ανάμεσά τους δεν έπαυε να υπάρχει μήτε μετά το θάνατο. Τους ήταν σχεδόν αδύνατο να με καταλάβουν όταν τους ρώτησα, για την αιώνια ζωή, μα ήταν φανερό πως την πιστεύανε τόσο πολύ χωρίς να το ‘χουν σκεφτεί, ώστε δεν τους είχε απασχολήσει ποτέ σαν πρόβλημα.
Δεν είχανε ναούς, είχαν όμως κάποια ζωντανή, χειροπιαστή και αδιάκοπη συνάντηση με το Όλον της οικουμένης˙ δεν είχανε πίστη, είχαν όμως την πλήρη γνώση πως όταν πληρωθεί η γήινη χαρά τους ως τα φυσικά γήινα όρια, τότε θα ‘ρθει γι’ αυτούς, και για τους ζωντανούς και για τους πεθαμένους, μια ακόμα πλατύτερη συνάντηση με το Όλον της οικουμένης. Την περιμένανε αυτή τη στιγμή με χαρά, χωρίς να βιάζονται όμως, χωρίς να τη νοσταλγούνε με πόνο, μα σάμπως να την είχαν κιόλας μέσ’ στις προαισθήσεις της καρδιάς τους, που τις κάνανε γνωστές ο ένας στον άλλον. Τα βράδια, σαν τραβιόντουσαν να πάνε να κοιμηθούν, τους άρεσε να τραγουδάνε όλοι μαζί, σε καλά ταιριασμένες και σύμφωνες χορωδίες. Σ’ αυτά τα τραγούδια εκφράζανε όλα τα συναισθήματα, που τους είχε αφήσει η μέρα που πέρασε και την ευλογούσανε αυτή τη μέρα και την αποχαιρετάγανε. Υμνούσανε τη φύση, τη γη, τη θάλασσα, τα δάση. Τους άρεσε να ταιριάζουν τραγούδια ο ένας για τον άλλο σαν παιδιά. Ήταν τα πιο απλά τραγούδια που άκουσα ποτέ μου, βγαίνανε όμως απευθείας απ’ την καρδιά και φτάναν άμεσα στην καρδιά του άλλου. Μα δεν ήταν μόνο στα τραγούδια˙ θα ‘λεγε κανείς πως και στη ζωή τους ολάκερη, δεν κάνανε άλλο παρά να καμαρώνουν ο ένας τον άλλο. Λες κι ήταν ερωτευμένοι ο ένας με τον άλλο – ήταν ένας έρωτας ολοκληρωτικός και συλλογικός. Ήταν και μερικά τραγούδια τους, πανηγυρικά και θριαμβευτικά που δεν τα καταλάβαινα καθόλου. Μ’ όλο που καταλάβαινα τα λόγια, δε μπόρεσα ποτέ να νιώσω ολόκληρη τη σημασία τους. Η σημασία αυτή έμενε λες απρόσιτη για το μυαλό μου, η καρδιά μου όμως σάμπως να διαποτιζότανε απ’ αυτή τη σημασία αυτόματα κι όλο και περισσότερο. Τους έλεγα συχνά πως όλα αυτά τα προαισθανόμουνα από καιρό τώρα πια, πως όλη αυτή τη χαρά και τη δόξα, την ένιωθα στη δική μας ακόμα γη σαν μια ελκυστική μελαγχολία που έφτανε ώρες – ώρες σε ανυπόφορη θλίψη˙ πως τους προαισθανόμουνα όλους τους και τη δόξα τους στα όνειρα της καρδιάς μου και στα ονειροπολήματα του μυαλού μου, πως συχνά μου ήταν αδύνατο να κοιτάξω τον ήλιο που βασίλευε, εκεί στη Γη μας, χωρίς να κλάψω... Πως, μέσα στο μίσος μου, για τους ανθρώπους της δικής μας γης, υπήρχε πάντα η θλίψη: Γιατί να μη μπορώ να τους μισώ, χωρίς να τους αγαπάω, γιατί να μη μπορώ παρά να τους συγχωρώ πάντα; Και στην αγάπη μου γι’ αυτούς, υπήρχε η άλλη θλίψη: Γιατί να μη μπορώ να τους αγαπάω χωρίς να τους μισώ; Αυτοί με ακούγανε και το ‘βλεπα πως δε μπορούσανε να φανταστούν αυτό που τους έλεγα: Το ‘ξερα πως καταλαβαίνουν όλη τη δύναμη της θλίψης μου και της νοσταλγίας μου για κείνους που εγκατέλειψα. Ναι, όταν με κοιτάζανε με το τρυφερό, με το ποτισμένο μ’ αγάπη βλέμμα τους, ένιωθα πως μαζί τους κι η δική μου καρδιά γινότανε το ίδιο αθώα και αληθινή σαν τις δικές τους καρδιές, έτσι που κι εγώ δε λυπόμουνα που δεν τους καταλαβαίνω. Η ανάσα μου κοβόταν απ’ την αίσθηση της πληρότητας της ζωής και προσευχόμουνα σιωπηλά σ’ αυτούς.
Ω, τώρα όλοι γελάνε και με κοροϊδεύουνε κατάμουτρα και με βεβαιώνουν, πως μήτε και στο όνειρο δεν είναι δυνατό να δει κανείς τέτοιες λεπτομέρειες, σαν αυτές που λέω τώρα, μου λένε πως στ’ όνειρο μου είδα κι ένιωσα κάτι που γέννησε η δική μου η καρδιά μες στο παραμιλητό της και τις λεπτομέρειες τις σοφίστηκα εγώ ο ίδιος αργότερα όταν ξύπνησα. Κι όταν τους αποκάλυψα πως ίσως πράγματι έτσι είχε γίνει – θεέ μου πως χαχανίζανε και γελάγανε και τι κέφι ήταν εκείνο που σπάζανε μαζί μου! Ω, ναι, και βέβαια, με είχε απλώς κυριαρχήσει η αίσθηση εκείνου του ονείρου και μόνο αυτό διασώθηκε μετά στην πληγωμένη, την καταματωμένη μου καρδιά: Παρόλαυτα, οι πραγματικές μορφές και οι εικόνες του ονείρου μου, δηλαδή θέλω να πω, εκείνες που είδα πραγματικά την ώρα που ονειρευόμουνα, οι μορφές αυτές ήταν τόσο πλήρεις αρμονίας, ήταν τόσο γοητευτικές και υπέροχες, τόσο αληθινές, που όταν ξύπνησα, δε μπόρεσα φυσικά να τις ενσαρκώσω με τις φτωχές μας λέξεις, έτσι που θα πρέπει ν’ αρχίζανε να σβήνουν μέσ’ στο μυαλό μου και κατά συνέπεια, δεν αποκλείεται ν’ αναγκάστηκα εκ των υστέρων να σοφιστώ διάφορες λεπτομέρειες και – αυτό εννοείται – τις διαστρέβλωσα, ιδιαίτερα επειδή με φλόγιζε τόσο πολύ η επιθυμιά να τις εκφράσω και να τις πω στους άλλους, έστω και λειψά. Πως όμως μπορώ να μην πιστεύω πως όλ’ αυτά γίνανε; Γίνανε ίσως χίλιες φορές καλύτερα, πιο φωτεινά και πιο χαρούμενα, απ’ ό,τι τα διηγιέμαι. Ας είναι όνειρο, όλ’ αυτά όμως δε μπορεί να μη γίνανε. Ξέρετε κάτι; Θα σας πω ένα μυστικό: Όλ’ αυτά, ίσως να μην ήταν καθόλου όνειρο! Γιατί συνέβη ένα κάτι, ένα κάτι τόσο φριχτά αληθινό, που δεν θα μπορούσα ποτέ να το ‘χω δει σε όνειρο. Ας δεχτούμε πως τ’ όνειρο το γέννησε η καρδιά μου, μα είναι ποτέ δυνατό να μπόρεσε μόνη της η καρδιά μου να γέννησε εκείνη τη φρικτή αλήθεια, που μου ‘τυχε αργότερα; Πως θα μπορούσα εγώ μοναχός μου να το σοφιστώ ή να το ονειρευτώ με την καρδιά μου; Είναι ποτέ δυνατό η μικρή μου καρδιά και το ιδιότροπο, ανάξιο λόγου, μυαλό μου, είναι ποτέ δυνατό να υψώθηκαν μέχρι μια τέτοια αποκάλυψη της αλήθειας; Ω, κρίνετε μόνοι σας: Ως τα τώρα το ‘κρυβα, τώρα όμως θα την πω κι αυτήν την αλήθεια, ως το τέλος. Να, τι συμβαίνει. Εγώ... τους διέφθειρα όλους.
5
Και, ναι, το αποτέλεσμα ήταν να τους διαφθείρω όλους! Πως μπόρεσε κι έγινε αυτό, δεν ξέρω, το θυμάμαι όμως καθαρά. Το όνειρο κράτησε τάχα χιλιετηρίδες, εμένα όμως μου άφησε την αίσθηση, πως όλα γίνανε συνέχεια. Το μόνο που ξέρω ήταν πως ήμου εγώ η αιτία που οι άνθρωποι εκείνοι αμαρτήσανε. Κι ένιωθα – παρακαλώ πιστέψτε με – σαν ένα μικρόβιο πανούκλας που μολύνει ολόκληρα κράτη, πως έτσι μόλυνα με την παρουσία μου όλη εκείνη την ευτυχισμένη, την αναμάρτητη πριν από μένα Γη. Οι άνθρωποί της μάθανε να λένε ψέματα, αγαπήσανε το ψέμα και μάθανε την ομορφιά που έχει το ψέμα. Ω, όλ’ αυτά μπορεί ν’ αρχίσανε α θ ώ α, από ένα αστείο, από μια κοκεταρία, από ένα ερωτικό παιχνίδι, ίσως ν’ αρχίσανε, στ’ αλήθεια, από ένα ελάχιστο μικρόβιο, όμως αυτό το μικρόβιο της ψευτιάς, εισχώρησε στις καρδιές τους και τους άρεσε. Από κει κι ύστερα, γρήγορα γεννήθηκε η φιληδονία, η φιληδονία γέννησε τη ζήλεια, η ζήλεια τη σκληρότητα... Ω, δεν ξέρω, δε θυμάμαι, γρήγορα όμως, πολύ γρήγορα χύθηκε το πρώτο αίμα. Οι άνθρωποι απόρησαν και νιώσανε φρίκη κι αρχίσανε να χωρίζουνε, να απομονώνονται. Εμφανίστηκαν οι ενώσεις, που τώρα όμως κονταροχτυπιόντουσαν μεταξύ τους. Άρχισαν τα παράπονα και οι φοβέρες. Οι άνθρωποι εκείνοι γνωρίσανε τη ντροπή και ανυψώσανε τη ντροπή σε ευεργεσία. Γεννήθηκε η έννοια της τιμής και κάθε ένωση σήκωσε τη δική της σημαία. Αρχίσανε και βασανίζανε τα ζώα και τα ζώα φύγανε από κοντά τους και πήγανε στα δάση και έγιναν εχθροί τους. Άρχισε ο αγώνας για το διαχωρισμό, για την ιδιομορφία, την προσωπικότητα, για το δικό σου και το δικό μου. Αρχίσανε να μιλάνε διάφορες γλώσσες. Γνωρίσανε τον πόνο και αγαπήσανε τον πόνο, λαχταρήσανε τα μυστήρια και λέγανε πως την Αλήθεια τη φτάνει κανείς μόνο με το μαρτύριο. Τότε εμφανίστηκε η επιστήμη. Όταν γίνανε κακοί, αρχίσανε να μιλάνε για την αδερφότητα και τον ανθρωπισμό και καταλάβανε αυτές τις ιδέες. Όταν γίνανε εγκληματικοί, εφεύραν τη δικαιοσύνη και συντάξανε ολόκληρους κώδικες για να διαφυλάξουν τη δικαιοσύνη και για την εξασφάλιση των κωδίκων, βάλανε τη γκιλοτίνα στις πλατείες. Μόλις που θυμόντουσαν εκείνο που είχανε χάσει, ούτε θέλανε καν να το πιστέψουν, πως κάποτε ήταν ευτυχισμένοι. Γελάγανε μάλιστα αν τους έλεγε κανείς πως είναι πιθανό να υπήρξε αυτό το παρελθόν και ονόμαζαν την παλιά τους ευτυχία, ευσεβείς πόθους. Δε μπορούσανε καν να τη φανταστούνε αυτή την ευτυχία με μορφή και εικόνες, όμως – πράγμα παράξενο και θαυμαστό – έχοντας χάσει κάθε πίστη στην προηγούμενη ευτυχία, έχοντάς την ονομάσει παραμύθι, τόσο πολύ λαχταρήσανε να ξαναγίνουν αθώοι κι ευτυχισμένοι πάλι, που ενδώσανε στις επιθυμίες της καρδιάς τους σαν παιδιά, θεοποιήσανε αυτή την επιθυμία, χτίσανε ναούς κι αρχίσανε να προσεύχονται στην ίδια τη δική τους την ιδέα, στην ίδια τη δική τους «επιθυμία», πιστεύοντας ταυτόχρονα εντελώς πως λαχταράνε κάτι απραγματοποίητο κι ανεκπλήρωτο, κι όμως το θεοποιούσανε με δάκρυα στα μάτια και το προσκυνάγανε. Κι ωστόσο, αν θα ‘τανε ποτέ δυνατό να γυρίσουν σε κείνη την αθώα κι ευτυχισμένη τους κατάσταση, που είχανε, κι αν βρισκόταν άξαφνα κανένας που να τους έδειχνε την παλιά τους ζωή και να τους ρωταγε: Θέλουν να ξαναγυρίσουν σ’ αυτήν; - τότε σίγουρα θα λέγανε όχι. Μου απαντούσαν: «Ας είμαστε ψεύτες, κακοί και άδικοι, το ξ έ ρ ο υ μ ε αυτό και κλαίμε που έτσι είμαστε και τυραννούμε οι ίδιοι τον εαυτό μας για τιμωρία και βασανιζόμαστε πολύ περισσότερο ίσως απ’ ό,τι θα μας τιμωρούσε εκείνος ο φιλεύσπλαχνος Κριτής, που θα μας δικάσει και που δεν ξέρουμε το όνομά του. Έχουμε όμως την επιστήμη και με αυτήν θα ξαναβρούμε την αλήθεια, τότε όμως, θα τη δεχτούμε συνειδητά. Η γνώση είναι ανώτερη απ’ τα αισθήματα, η συνείδηση της ζωής, ανώτερη από τη ζωή. Η επιστήμη θα μας δώσει τη σοφία, η σοφία θα αποκαλύψει τους νόμους και η γνώση των νόμων της ευτυχίας είναι ανώτερη από την ευτυχία.» Να τι λέγανε, κι ύστερα από τέτοια λόγια, ο καθένας αγάπησε τον εαυτό του πιο πολύ απ’ όλους, μα ούτε και μπορούσανε να κάνουν διαφορετικά. Ο καθένας τους έγινε τόσο εγωιστής και θαύμαζε τόσο την προσωπικότητά του, που έκανε ό,τι του πέρναγε από το χέρι για να ταπεινώσει και να μικρύνει την προσωπικότητα του άλλου˙ ο θάνατός σου η ζωή μου. Εμφανίστηκε η δουλεία, εμφανίστηκε μάλιστα η εθελοντική δουλεία: Οι αδύνατοι υποτάσσονται πρόθυμα στους δυνατότερους με μοναδικό σκοπό να τους βοηθήσουν να υποτάξουν όσους ήταν πιο αδύναμοι απ’ αυτούς. Εμφανίστηκαν προφήτες που έρχονταν σ’ αυτούς τους ανθρώπους και τους μιλάγανε για την περηφάνια τους, τους λέγανε πως χάσανε το μέτρο και την αρμονία, πως γίνανε ξεδιάντροποι. Όλους αυτούς τους κοροϊδεύανε ή τους λιθοβολούσανε. Το άγιο αίμα χυνόταν στα κατώφλια των ναών. Από την άλλη μεριά, αρχίσανε και εμφανίζονταν άνθρωποι, που βάλθηκαν να βρούνε τρόπο, πως να ενωθούνε ξανά όλοι, έτσι, που ο καθένας, χωρίς να πάψει να αγαπάει τον εαυτό του περισσότερο απ’ όλους, να μην εμποδίζει τους άλλους και να ζήσουν όλοι μαζί σα να ήταν μια κοινωνία, χωρίς διαφωνίες. Ολόκληροι πόλεμοι γίνανε εξαιτίας αυτής της ιδέας. Όλοι όσοι πολεμάγανε, πιστεύανε ταυτόχρονα, ακράδαντα, πως η επιστήμη, η σοφία και το ένστικτο της αυτοσυντήρησης, θ’ αναγκάσει τελικά τον άνθρωπο να ενωθεί σε μια ομονοούσα και λογική κοινωνία και γι’ αυτό, προς το παρόν, για να επισπεύσουν τα πράγματα, οι «σοφοί» πασχίζανε να εξολοθρέψουν μια ώρα αρχύτερα τους «άσοφους» κι όσους δεν καταλάβαιναν την ιδέα τους για να μη στέκουν εμπόδιο στο θρίαμβό τους. Όμως, το ένστικτο της αυτοσυντήρησης άρχισε κι αδυνάτιζε γρήγορα, εμφανίστηκαν άνθρωποι περήφανοι και φιλήδονοι, που τα ζήτησαν αμέσως όλα ή τίποτα. Για να τ’ αποκτήσουν όλα, καταφεύγανε στο έγκλημα κι αν δεν τα κατάφερναν στην αυτοκτονία. Εμφανίστηκαν θρησκείες με το δόγμα της ανυπαρξίας και της αυτοκαταστροφής, χάριν της αιώνιας γαλήνης στο απόλυτο τίποτα. Τελικά οι άνθρωποι αυτοί κουραστήκανε απ’ τον άσκοπο μόχθο και τα πρόσωπά τους γίνανε βασανισμένα και οι άνθρωποι αυτοί είπαν, πως τα βάσανα είναι ομορφιά, γιατί μόνο το βάσανο έχει κάποιο νόημα. Άρχισαν να υμνούν το μαρτύριο στα τραγούδια τους. Εγώ περπάταγα ανάμεσά τους, συστρέφοντας τα χέρια μου κι έκλαιγα γι’ αυτούς, τους αγαπούσα όμως πολύ περισσότερο, ίσως από πριν, όταν τα πρόσωπά τους δεν είχαν ακόμα τη σφραγίδα του μαρτυρίου κι ήταν αθώοι και τόσο υπέροχα όμορφοι. Αγάπησα τη γη τους που τη βρομίσανε οι ίδιοι, την αγάπησα πολύ περισσότερο απ’ όσο όταν ήταν παράδεισος, μόνο και μόνο για το λόγο πως τώρα στη γη αυτή, εμφανίστηκε ο πόνος. Αλίμονο, πάντα μου αγαπούσα τον πόνο και τη θλίψη, για κείνους όμως έκλαιγα και τους λυπόμουνα. Τους άπλωνα τα χέρια μου και κατηγορούσα απελπισμένος τον εαυτό μου, τον καταριόμουνα και τον περιφρονούσα. Τους έλεγα, πως όλ’ αυτά τα έκανα εγώ, μόνο εγώ˙ πως ήμουν εγώ που τους έφερα τη διαφθορά, το μόλεμα και το ψέμα! Τους ικέτευα να με σταυρώσουν, τους μάθαινα πως να φτιάξουν το σταυρό. Δε μπορούσα και δεν είχα τη δύναμη να σκοτώσω μοναχός τον εαυτό μου, ήθελα όμως να δεχτώ το μαρτύριο απ’ τα χέρια τους, λαχταρούσα το μαρτύριο, λαχταρούσα να χυθεί όλο μου το αίμα σ’ αυτά τα μαρτύρια ως την τελευταία του σταγόνα. Αυτοί όμως γελάγανε μονάχα μαζί μου και τελικά αρχίσανε να με παίρνουν για παλαβό. Με δικαιολογούσαν, μου λέγανε πως πήρανε απλούστατα κείνο, που οι ίδιοι τους ποθούσαν και πως όλα όσα υπάρχουν τώρα, δε μπορούσαν να μη γίνουν. Τελικά μου εξηγήσανε πως καταντούσα επικίνδυνος γι’ αυτούς και θα με κλείσουν στο φρενοκομείο, αν δε σωπάσω. Τότε, η θλίψη άδραξε την ψυχή μου με τέτοια δύναμη, με τόση δύναμη, που η καρδιά μου σφίχτηκε κι ένιωσα πως θα πεθάνω και τότε... ε, ναι, τότε ήταν που ξύπνησα.
Ήταν κιόλας πρωί, ή μάλλον δεν είχε χαράξει ακόμα, ήταν όμως περίπου έξι η ώρα. Ξύπνησα καθισμένος στην ίδια πολυθρόνα, το κερί μου είχε καεί όλο, στου λοχαγού κοιμόντουσαν, και γύρω μου βασίλευε μια σπάνια, για το σπίτι μας, ησυχία. Το πρώτο που έκανα ήταν να πετατώ απάνω κατάπληχτος˙ ποτέ ως τότε δε μου ‘χε συμβεί τίποτα παρόμοιο, ακόμα και στα μικροπράγματα και τις λεπτομέρειες. Ποτέ δεν μ’ είχε πάρει έτσι, λόγου χάρη, ο ύπνος καθισμένο στην πολυθρόνα. Και τότε, ξαφνικά, καθώς στεκόμουν και συνερχόμουνα, έπεσε ξάφνου το μάτι μου στο περίστροφο, που βρισκόταν μπροστά μου, έτοιμο και γεμάτο, όμως εγώ το ‘κανα, αμέσως, πέρα! Ω, τώρα λαχταρούσα να ζήσω, να ζήσω όσο γίνεται περισσότερο! Σήκωσα τα χέρια μου κι έκανα μια επίκληση στην αιώνια Αλήθεια. Δεν έκανα έκκληση, μα άρχισα να κλαίω. Ένας ενθουσιασμός, ένας ανείπωτος ενθουσιασμός φτέρωνε όλη μου την ύπαρξη. Ναι, να ζήσω και να κάνω κήρυγμα! Το κήρυγμα τ’ αποφάσισα κείνη την ίδια στιγμή και φυσικά, για όλη μου τη ζωή! Πάω να κηρύξω, θέλω να κηρύξω – τι; Την Αλήθεια, γιατί την είδα, την είδα με τα μάτια μου, είδα όλη της τη δόξα!
Και, να, από κείνη την ώρα κάνω κήρυγμα! Εκτός απ’ αυτό, τους αγαπώ όλους όσοι γελάνε μαζί μου, περισσότερο απ’ όλους τους άλλους τους αγαπώ. Γιατί γίνεται αυτό; - δεν το ξέρω και δε μπορώ να το εξηγήσω, όμως, ας μείνει έτσι. Μου λένε πως από τώρα κιόλας τα μπερδεύω, δηλαδή, θέλουν να πουν, μια κι από τώρα τα ‘χω μπερδέψει, τι θα γίνει αργότερα; Θα πω την πάσα αλήθεια: Ναι, τα μπερδεύω κι ίσως αργότερα θα χάνω ακόμα χειρότερα τα λόγια μου. Μα είναι φυσικό να μπερδευτώ αρκετές φορές, ώσπου να βρω, πως πρέπει να κάνω το κήρυγμα, δηλαδή, θέλω να πω, με τι λόγια και τι έργα, γιατί είναι πολύ δύσκολο. Και τώρα ακόμα, τα βλέπω όλα πεντακάθαρα σαν ηλιόλουστη μέρα, όμως, ακούστε, και ποιος δε χάνει τα λόγια του! Κι όμως, παρόλαυτα, όλοι τραβάνε για τον ίδιο σκοπό, ή τουλάχιστο, όλοι πασχίζουν να φτάσουν στο ίδιο τέρμα, απ’ το σοφό, ως τον τελευταίο ληστή, μόνο που έχουν πάρει διαφορετικούς δρόμους. Είναι παλιά η αλήθεια αυτή, να τι καινούριο έχει όμως: Όπως και να ‘χει το πράμα, μου είναι αδύνατο να μπερδευτώ και πολύ. Θα βρω το δρόμο μου γιατί την είδα την Αλήθεια, την είδα και ξέρω, πως οι άνθρωποι μπορούν να νιώσουν πεντάμορφοι κι ευτυχισμένοι, χωρίς να χάσουν την ικανότητά τους, να ζούνε στη γη. Δε θέλω και δε μπορώ να πιστέψω, πως η κακία είναι η φυσική κατάσταση του ανθρώπου. Κι όμως, αυτοί, ας γελάνε μαζί μου, είναι ίσα ίσα γιατί πιστεύω αυτό που είπα. Μα, πως μπορώ να μην το πιστέψω; Εγώ την είδα την Αλήθεια – όχι πως την εφεύρα με το μυαλό μου, μα την είδα και η ζ ω ν τ α ν ή μ ο ρ φ ή της πλημμύρισε για πάντα την ψυχή μου. Την είδα σε μια τόσο τέλεια πληρότητα, που δεν ήταν δυνατόν να την είχαν οι άνθρωποι. Και, λοιπόν, πως μπορώ να μπερδευτώ; Θα παραστρατήσω, φυσικά, αρκετές φορές μάλιστα και θ’ αρχίσω πιθανότατα να μιλάω με ξένες λέξεις, όμως αυτό δε θα κρατήσει πολύ. Η ζωντανή μορφή εκείνου που είδα, θα είναι πάντα μαζί μου και πάντα θα με διορθώνει και θα με καθοδηγεί. Ω, είμαι καλός, είμαι νέος και προχωράω, προχωράω, κι είμαι έτοιμος να βαδίζω, έστω και χίλια χρόνια. Ξέρετε, στην αρχή μου πέρασε μάλιστα η σκέψη να το κρύψω, πως εγώ τους διέφθειρα όλους, όμως αυτό ήταν λάθος – να το κιόλας το πρώτο λάθος! – Η Αλήθεια όμως μου ψυθίρισε, πως λ έ ω ψ έ μ α τ α και με φύλαξε και με καθοδήγησε. Όμως, πως να τον φτιάξουμε τον παράδεισο; Δεν ξέρω, γιατί δε μπορώ να το εκφράσω με λέξεις. Ύστερα απ’ το όνειρό μου, έχασα τις λέξεις. Τουλάχιστον, τις κυριότερες λέξεις, τις πιο αναγκαίες. Όμως, ας είναι κι έτσι: Θα πάρω το δρόμο και θα κηρύσσω συνεχώς, ακούραστα, γιατί όπως και να ‘ναι, το είδα με τα μάτια μου, μ’ όλο πυ δεν ξέρω να εκφράσω ακριβώς τι είδα. Όμως, αυτό είναι ίσα-ίσα που δε μπορούν να καταλάβουν αυτοί που με κοροϊδεύουν: «Ένα όνειρο, είδες, άνθρωπέ μου, παραλήρημα ήταν, παραίσθηση». Ε! Μεγάλη η σοφία τους, μα την αλήθεια! Κι όμως, αυτοί φουντώνουν από την περηφάνεια τους! Όνειρο; Τι θα πει όνειρο; Και μήπως η ζωή μας δεν είναι όνειρο; Εγώ θα πλειοδοτήσω: Ας μην πραγματοποιθεί ποτέ, ας μη γίνει ποτέ να υπάρξει παράδεισος, (αυτό δα το καταλαβαίνω και μόνος μου!) – ε, ας είναι. Λοιπόν, εγώ, παρόλαυτα, θα κάνω το κήρυγμά μου. Κι ωστόσο, τόσο απλά είν’ όλ’ αυτά: Σε μια μέρα, μήτε, σ ε μ ι α μ ο ν ά χ α ώ ρ α – όλα θα ταχτοποιόντουσαν αμέσως! Το κυριότερο – αγάπα τον πλησίον σου, ως εαυτόν, να πιο είναι το κυριότερο, κι αυτό είναι όλο, δε χρειάζεται τίποτα, απολύτως τίποτ’ άλλο: Μ’ αυτό μονάχα, θα βρεις αμέσως πως θα γίνει ο παράδεισος. Κι ωστόσο, αυτή είναι μια παλιά αλήθεια, που την επαναλάβανε και τη διαβάσανε δισεκατομμύρια φορές, μα να, που δεν καρποφόρησε! «Η συνείδηση της ζωής είναι ανώτερη απ’ τη ζωή, η γνώση των νόμων της ευτυχίας, ανώτερη από την ευτυχία». Να, αυτό πρέπει να καταπολεμήσουμε! Και θα το κάνω. Φτάνει μονάχα να το θελήσουν όλοι, κι αμέσως θα ταχτοποιηθούνε όλα.
Όσο για κείνο το μικρό κοριτσάκι, το βρήκα... Και θα βαδίσω το δρόμο μου, ναι, θα βαδίσω!
Wednesday, March 25, 2009
Η Κραυγή
[...]
Φτάνει αυτή, έτσι θα σωθεί πάλι ο κόσμος. Τι θα πει θα σωθεί; Να βρει μια νέα δικαιολογία ζωής, γιατί η παλιά ξεθύμανε και δε μπορεί να βαστάξει το ανθρώπινο οικοδόμημα. Χαρά σε όποιο ακούει την Κραυγή της εποχής του, γιατί κάθε εποχή έχει τη δική της Κραυγή, και συνεργάζεται μαζί της, αυτός μονάχα σώζεται.
Ζούμε, κι επομένως δε βλέπουμε, την εποχή μας. Μα αν αλήθεια η καινούρια ιδέα, που σταυρώνεται σήμερα, θα πυρπολήσει και θ' ανανεώσει τον κόσμο, μπήκαμε κιόλα στην πρώτη πύρινη ζώνη. Μπορεί, ύστερα από αιώνες, η εποχή μας ετούτη να μην ονομαστεί αναγέννηση, παρά μεσαίωνας. Μεσαίωνας, δηλαδή μεσοβασιλεία, ένας πολιτισμός εξαντλείται, χάνει τη δημιουργική του δύναμη και καταρρέει, και μια νέα Πνοή, που την κουβαλάει μια καινούρια τάξη άνθρωποι, μάχεται με αγάπη, με σκληρότητα, με πίστη, να δημιουργήσει έναν καινούριο.
Η δημιουργία του καινούριου αυτού πολιτισμού δεν είναι σίγουρη - τίποτα δεν είναι από τα πριν σίγουρο σε κάθε δημιουργία, μπορεί το μελλούμενο να' ναι ολοκληρωτικιά καταστροφή, μπορεί και μικρόψυχος συμβιβασμός. Μα και μπορεί η νέα δημιουργικιά Πνοή να νικήσει - και τότε ζούμε στη μεταβατική εποχή μας ετούτη τις σπαραχτικές ωδίνες ενός πολιτισμού που γεννιέται.
Ποιο 'ναι λοιπόν το χρέος μας; Καλά να ξεχωρίσουμε την ιστορική στιγμή που ζούμε και να τοποθετήσουμε συνειδητά, σε ορισμένο στρατόπεδο, τη μικρή μας ενέργεια. Όσο περισσότερο είσαι ρυθμισμένος με το ρέμα που πάει μπροστά, τόσο περισσότερο βοηθάς τη δύσκολη, όλο κίντυνο κι αβεβαιότητα, ανάβαση και λύτρωση του ανθρώπου.
Ν. Καζαντζάκης
Αναφορά στο Γκρέκο
Φτάνει αυτή, έτσι θα σωθεί πάλι ο κόσμος. Τι θα πει θα σωθεί; Να βρει μια νέα δικαιολογία ζωής, γιατί η παλιά ξεθύμανε και δε μπορεί να βαστάξει το ανθρώπινο οικοδόμημα. Χαρά σε όποιο ακούει την Κραυγή της εποχής του, γιατί κάθε εποχή έχει τη δική της Κραυγή, και συνεργάζεται μαζί της, αυτός μονάχα σώζεται.
Ζούμε, κι επομένως δε βλέπουμε, την εποχή μας. Μα αν αλήθεια η καινούρια ιδέα, που σταυρώνεται σήμερα, θα πυρπολήσει και θ' ανανεώσει τον κόσμο, μπήκαμε κιόλα στην πρώτη πύρινη ζώνη. Μπορεί, ύστερα από αιώνες, η εποχή μας ετούτη να μην ονομαστεί αναγέννηση, παρά μεσαίωνας. Μεσαίωνας, δηλαδή μεσοβασιλεία, ένας πολιτισμός εξαντλείται, χάνει τη δημιουργική του δύναμη και καταρρέει, και μια νέα Πνοή, που την κουβαλάει μια καινούρια τάξη άνθρωποι, μάχεται με αγάπη, με σκληρότητα, με πίστη, να δημιουργήσει έναν καινούριο.
Η δημιουργία του καινούριου αυτού πολιτισμού δεν είναι σίγουρη - τίποτα δεν είναι από τα πριν σίγουρο σε κάθε δημιουργία, μπορεί το μελλούμενο να' ναι ολοκληρωτικιά καταστροφή, μπορεί και μικρόψυχος συμβιβασμός. Μα και μπορεί η νέα δημιουργικιά Πνοή να νικήσει - και τότε ζούμε στη μεταβατική εποχή μας ετούτη τις σπαραχτικές ωδίνες ενός πολιτισμού που γεννιέται.
Ποιο 'ναι λοιπόν το χρέος μας; Καλά να ξεχωρίσουμε την ιστορική στιγμή που ζούμε και να τοποθετήσουμε συνειδητά, σε ορισμένο στρατόπεδο, τη μικρή μας ενέργεια. Όσο περισσότερο είσαι ρυθμισμένος με το ρέμα που πάει μπροστά, τόσο περισσότερο βοηθάς τη δύσκολη, όλο κίντυνο κι αβεβαιότητα, ανάβαση και λύτρωση του ανθρώπου.
Ν. Καζαντζάκης
Αναφορά στο Γκρέκο
Subscribe to:
Posts (Atom)